Στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις και ειδικά μετά το 2012 είναι
δεδομένη και αναμφισβήτητη πραγματικότητα η αδυναμία των δημοσκοπήσεων, όχι
απλά να αποτυπώσουν, αλλά ούτε και να προσεγγίσουν το τελικό αποτέλεσμα.
Γράφει ο Χρήστος Αποστολίδης, Δικηγόρος
Οι αποκλίσεις των προεκλογικών δημοσκοπικών προβλέψεων αλλά και των exit
polls που διενεργούνται την ημέρα των εκλογών αναφορικά με την πρόθεση ψήφου
είναι τόσο εμφατικά μεγάλες που καταλήγουμε να ασχολούμαστε με την αποτυχία των
προβλέψεων και την αιτία που τις προκάλεσε παρά με αυτό καθεαυτό το διακύβευμα
της εκλογικής αναμέτρησης που δεν είναι άλλο από την έκφραση της βούλησης του
ελληνικού λαού.
Παρά τα ανωτέρω, ο συνεχής βομβαρδισμός από δημοσκοπήσεις (συχνά
αντικρουόμενες μεταξύ τους) συνεχίζεται με αμείωτη ένταση κατακλύζοντας
τηλεοράσεις και εφημερίδες, αποτελώντας αντικείμενο ευρύτερου σχολιασμού και
έντονων συζητήσεων. Τα δημοσκοπικά μάλιστα ευρήματα γίνονται βέλη στην φαρέτρα
των πολιτικών και χρησιμοποιούνται στις δημόσιες τοποθετήσεις τους,
καθορίζοντας τις επόμενες κινήσεις και επιλογές τους.
Εκ των πραγμάτων λοιπόν προκύπτει το δικαιολογημένο ερώτημα γιατί άραγε να
συμβαίνει αυτό. Αφού η ιστορία πλέον έχει καταδείξει ότι μονίμως οι
δημοσκοπήσεις διαψεύδονται με εκκωφαντικό τρόπο, χωρίς να δίνουν έστω μία
πειστική εξήγηση για τα αίτια της αποτυχίας τους, περιοριζόμενοι απλά οι
δημοσκόποι σε έωλες δικαιολογίες. Υπάρχει βέβαια και η εύκολη λύση της
επίκλησης του στατιστικού λάθους (+/- 2 ή 3 %), το ποσοστό του οποίου όμως
είναι τόσο μεγάλο που ειδικά για τα κόμματα που διεκδικούν την είσοδό τους στη
Βουλή, μπορεί να οδηγήσει σε ακραίες και μονίμως λανθασμένες διαπιστώσεις.
Το πρόβλημα όμως δεν είναι μόνον ελληνικό. Ανάλογες αστοχίες παρατηρούνται
και σε άλλες χώρες ανοίγοντας ευρύτερα τη συζήτηση για το μέλλον και την
εξέλιξη των ερευνών της κοινής γνώμης, ώστε να καταλήγουν σε αληθή, άρα και
διαχειρίσιμα αποτελέσματα, όσο και αν αυτό είναι εντέλει εφικτό.
Ίσως ένας τρόπος θα ήταν να δοθεί
μεγαλύτερο βάρος από τους δημοσκόπους στα λεγόμενα ποιοτικά χαρακτηριστικά των
ερευνών (με ερωτήσεις του τύπου π.χ ποιος πιστεύεται ότι θα είναι ο νικητής των
εκλογών, βαθμός αποδοχής των πολιτικών αρχηγών, κρίση για τα οικονομικό
πρόγραμμα των κομμάτων εξουσίας κλπ) και όχι τόσο στην πρόθεση ψήφου. Άλλωστε,
η πολιτική κυριαρχία του «Κανένα» σε συνδυασμό με το μεγάλο ποσοστό του «δεν
γνωρίζω / δεν απαντώ» δεν προσφέρονται για ασφαλή, αναγωγικά συμπεράσματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου