Ο μπάρμπα Γιάννης Μάκκας, που σήμερα Μ. Παρασκευή 17 Απριλίου 2020 ταξίδεψε στην αιωνιότητα σε ηλικία 87 ετών, ήταν ένας από τους τελευταίους γνήσιους τραγουδιστές της Ευρυτανίας που διασώζει με την τέχνη του τα παραδοσιακά τραγούδια του τόπου μας.
Ο γνωστός δημοσιογράφος Ηλίας Προβόπουλος, συνεργάτης μας και από τους καλύτερους φίλους της ευρυτανικής γης και των ξωμάχων κατοίκων της, σε παλιότερο ρεπορτάζ στην Ελευθεροτυπία, χαρακτήρισε τον Γιάννη Μάκκα, ως Πατριάρχη του Ευρυτανικού τραγουδιού.
Εμείς σήμερα στη μνήμη
του σας παρουσιάζουμε μια παλιότερη συνέντευξή του και πλούσιο να προβληθεί το
σπουδαίο έργο και η προσφορά του Γιάννη Μάκκα και των άλλων μουσικών της Κρετνιώτικης
κομπανίας στην μουσική παράδοση του τόπου μας.
Ο Γιάννης Μάκκας
γεννήθηκε στην Κρέντη το 1933. Το 1955 παντρεύτηκε με την Όλγα Θάλλα με την οποία
απέκτησαν τέσσερα παιδιά, τη Μαρία, τη Πηνελόπη, το Σταύρο και το Γιώργο.
Όπως θα διαβάσετε παρακάτω, με το τραγούδι ασχολήθηκε από πολύ μικρός και σήμερα, παρότι πέρασε τα 80 άμα πιάσει το μικρόφωνο, δεν ντροπιάζεται, γιατί το τραγούδι, που είναι το μεγάλο μεράκι του, του δίνει δύναμη, τον ξεκουράζει.
Όπως θα διαβάσετε παρακάτω, με το τραγούδι ασχολήθηκε από πολύ μικρός και σήμερα, παρότι πέρασε τα 80 άμα πιάσει το μικρόφωνο, δεν ντροπιάζεται, γιατί το τραγούδι, που είναι το μεγάλο μεράκι του, του δίνει δύναμη, τον ξεκουράζει.
Ο Γιάννης Μάκκας, σε μια
διαδρομή 60 περίπου χρόνων στο «πατάρι», είδε πολλά, άκουσε ακόμη περισσότερα,
γνωρίστηκε με πολύ κόσμο και φυσικά είχε την χαρά να συνεργαστεί με σπουδαίους
μουσικούς. Πάλεψε να μεγαλώσει την φαμελιά του και όταν δεν έβγαινε πέρα με τα
τυχερά από το «επάγγελμα», έκανε τον οπλουργό, τον κτηνοτρόφο, ενώ για μια ζωή
υπηρέτησε και την πατρίδα, που τόσο αγαπά.
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Πότε ξεκίνησες να τραγουδάς; Ξεκίνησα να ασχολούμαι με το τραγούδι από το 1950, σε ηλικία 17 χρονών. Τότε στην Κρέντη υπήρχαν μόνο δυο οργανοπαίχτες, ο Βαγγέλης ο Μάκκας που έπαιζε βιολί, και ο αδελφός του Πάνος που έπαιζε ντέφι. Πέρα από τα όργανα τραγουδούσαν κιόλας και έτσι τους παίρνανε στους γάμους στα «προζύμια»και στα πανηγύρια και στα γιορτάσια, δηλ. όταν γιόρταζε κάποιος. Ακόμη όργανα πήγαιναν τα παλιά τα χρόνια και στα «ξεφλούδια» ή «ξεφλουδίσματα» των καλαμποκιών. Μετά την συγκομιδή του καλαμποκιού, συγκεντρώναμε σε ένα μέρος και εκεί μαζευόμασταν ανάλογα με την ποσότητα που είχε ο καθένας, για να τα ξεφλουδίσουμε, δηλ. να βγάλουμε το καρπό από το κοτσάνι. Εκεί κατά την διάρκεια του ξεφλουδίσματος, λέγανε τραγούδια για καλή συντροφιά. Σε κάποια «ξεφλούδια» που ήταν και τα παραπάνω αδέρφια, μακαρίτες τώρα και οι δυο, εκεί που τραγουδούσαμε ο ένας από τους δύο έδωσε βάση στο ρυθμό που εγώ τραγουδούσα. Τα Χριστούγεννα του 50΄ τα δυο αδέλφια είχαν κλείσει να πάνε στον Τσίγκα το Χρήστο. Όμως για άγνωστο λόγο, φαίνεται πως τα χάλασαν και ο Βαγγέλης έμεινε χωρίς τραγουδιστή. Προκειμένου λοιπόν να μην χάσει τη δουλειά αλλά και να μην εκτεθεί στο εορτάζοντα, ο Βαγγέλης ήλθε σπίτι μου και είπε στον πατέρα μου το βράδυ «θα μου δώσεις το Γιάννη να παίξει λίγο ντέφι, θα τον διατάξω εγώ για να πάμε στον Τσίγκα».
Πότε ξεκίνησες να τραγουδάς; Ξεκίνησα να ασχολούμαι με το τραγούδι από το 1950, σε ηλικία 17 χρονών. Τότε στην Κρέντη υπήρχαν μόνο δυο οργανοπαίχτες, ο Βαγγέλης ο Μάκκας που έπαιζε βιολί, και ο αδελφός του Πάνος που έπαιζε ντέφι. Πέρα από τα όργανα τραγουδούσαν κιόλας και έτσι τους παίρνανε στους γάμους στα «προζύμια»και στα πανηγύρια και στα γιορτάσια, δηλ. όταν γιόρταζε κάποιος. Ακόμη όργανα πήγαιναν τα παλιά τα χρόνια και στα «ξεφλούδια» ή «ξεφλουδίσματα» των καλαμποκιών. Μετά την συγκομιδή του καλαμποκιού, συγκεντρώναμε σε ένα μέρος και εκεί μαζευόμασταν ανάλογα με την ποσότητα που είχε ο καθένας, για να τα ξεφλουδίσουμε, δηλ. να βγάλουμε το καρπό από το κοτσάνι. Εκεί κατά την διάρκεια του ξεφλουδίσματος, λέγανε τραγούδια για καλή συντροφιά. Σε κάποια «ξεφλούδια» που ήταν και τα παραπάνω αδέρφια, μακαρίτες τώρα και οι δυο, εκεί που τραγουδούσαμε ο ένας από τους δύο έδωσε βάση στο ρυθμό που εγώ τραγουδούσα. Τα Χριστούγεννα του 50΄ τα δυο αδέλφια είχαν κλείσει να πάνε στον Τσίγκα το Χρήστο. Όμως για άγνωστο λόγο, φαίνεται πως τα χάλασαν και ο Βαγγέλης έμεινε χωρίς τραγουδιστή. Προκειμένου λοιπόν να μην χάσει τη δουλειά αλλά και να μην εκτεθεί στο εορτάζοντα, ο Βαγγέλης ήλθε σπίτι μου και είπε στον πατέρα μου το βράδυ «θα μου δώσεις το Γιάννη να παίξει λίγο ντέφι, θα τον διατάξω εγώ για να πάμε στον Τσίγκα».
Πήγα με
τη θέληση του πατέρα μου, ήξερα όμως τραγούδια από τα γλέντια, από τα
«ξεφλούδια» αλλά όπως και να το κάνουμε ντρεπόμουν να τραγουδήσω στα 17 μου.
Βλέπετε ήταν άλλες εποχές τότε. Τελικά πήγαμε στο σπίτι και ο Βαγγέλης ο Μάκκας
είπε σε όσους ήταν στην γιορτή, όταν το παιδί τραγουδήσει να του λέτε ένα
μπράβο, να κάνετε κάτι. Εκείνο το βράδυ τραγούδησα και ένα κλέφτικο, το
«Τούρκοι βαστάτε τ’ άλογα», ο κόσμος το ευχαριστήθηκε. Θα το έλεγα καλύτερα αν
δεν είχα ντροπή. Ξεθάρρεψα σιγά - σιγά και μέχρι το πρωί είπα κάμποσα
τραγούδια. Το πρωί που χωρίσαμε, ο Βαγγέλης μου έδωσε 20 δραχμές, πολλά τα
λεφτά για μένα. Φανταστείτε ότι οι γυναίκες έπαιρναν μεροκάματο 7-8 δραχμές και
οι άντρες 12. Το πήρα το εικοσάρικο και το πήγα στον πατέρα μου και αυτός μου
είπε: «θα γίνεις γύφτος;», έτσι έλεγαν τότε τους τραγουδιστές, όμως εγώ δεν του
είπα τίποτα.
Αυτό
ήταν το ξεκίνημά μου. Μετά συνέχισα για ενάμιση χρόνο με το Βαγγέλη, μέχρι που
συνεργάστηκε με άλλους οργανοπαίκτες.
Πως γίνονταν το γλέντι
του γάμου εκείνα τα χρόνια;Οι γάμοι ξεκινούσαν με τα προζύμια την Τετάρτη, όπου ήταν
οι στενοί συγγενείς και του γαμπρού και της νύφης το σπίτι. Είχανε μια σήτα
έβαζαν μέσα χρήματα και τραγουδούσαμε και με τους συγγενείς το «φέρτε σήτα από
την πόλη και σκαφίδα από ζαχώρι». Ακολουθούσαν «τα προικιά» στο σπίτι της
νύφης. Εκεί τραγουδούσαμε μερικά τραγούδια, όχι όμως σε όλους τους γάμους. Πριν
το μυστήριο πηγαίναμε στο σπίτι του γαμπρού για το ξύρισμα και τραγουδούσαμε
τραγούδια όπως «ξυρίστε το γαμπρό καλά μην το γελάσει η πεθερά» και «ευχήσου
μου πατέρα μου τώρα στο ξύρισμά μου…», τραγούδια παλιακά αλλά και συγκινητικά.
Με συγκινούσαν πολύ εκείνα τα τραγούδια, γιατί μιλούσαν για αγάπη. Μετά
πηγαίναμε στο σπίτι της νύφης να την πάρουμε για την εκκλησία και εκεί λέγαμε
τραγούδια όπως «νυφούλα ποιος σε στόλισε και σε ήβρε στολισμένη». Το πρώτο
τραγούδι που χορεύανε οι νεόνυμφοι ήταν «ωραία που είναι η νύφη μας» και το «σ’
αυτό το σπίτι που ήρθαμε καλέ σήμερα».Τους αρραβώνες τότε, για ευνόητους
λόγους, τους έκαναν κρυφά.
Υπήρχε κάποιος άλλος από
την οικογένειά σου, που είχε ασχοληθεί με το τραγούδι ή κάποιο μουσικό όργανο;Ο πατέρας μου ήταν
μερακλής και πολύ καλός τραγουδιστής χωρίς να είναι μουσικός. Ένα που πήρα από
τον πατέρα μου, είναι ο ρυθμός από τον καλό χορό που έκανε. Ήταν σπουδαίος
χορευτής, ήταν «χρονάτος» δηλ. χόρευε με χρόνο, με ρυθμό κυρίως δημοτικά και
κλειστά τραγούδια.
Με ποιούς οργανοπαίχτες
συνέχισες αργότερα;Μετά τους αδελφούς Βαγγέλη και Πάνο Μάκκα, στην Κρέντη
βγήκε ένας πολύ καλός κλαρινίστας, ο Γιώργος Ντάλλας. Με άκουσε πολλές φορές
και σε ένα γάμο συγγενικού του προσώπου από το χωριό με κάλεσε να τραγουδήσω.
Πράγματι
πήγα στον γάμο, όπου βιολί, έπαιζε ο Μήτσος Λάππας, ένας πολύ καλός βιολιτζής
εκείνη την εποχή. ξέρει και παραπάνω πράγματα από εμένα. Το πρωί που τελείωσε
το γλέντι, ο Γιώργος Ντάλλας, ο κλαρινίστας, μοίρασε τα χρήματα στα τρία και
μου έδωσε το μερίδιό μου που ήταν100 δραχμές!!! Μετά το γάμο αυτό και αφού πήρα
τόσα χρήματα, άρχισα να δείχνω περισσότερο ενδιαφέρον για το επάγγελμα.Έτσι
πήρα χαρτί και έγραφα τα τραγούδια, ενώ ήθελα να μάθω και πιο πολλά. για να
γίνω καλύτερος.
Όταν
γύρισα από φαντάρος έφτιαξα το δικό μου συγκρότημα. Ταυτόχρονα έμαθα και ντέφι
και το 1952 και κιθάρα. Κυκλοφόρησε μια κιθάρα στην Φραγκίστα στο Σπύρο Φλέγκα.
Την είδα και μου άρεσε και είπα τέτοια θα πάρω κι εγώ. Πήγα στην Αθήνα, όπου
πήραν πράγματι μια καλή κιθάρα και πήγα στο Χρυσικό να με μάθει και μετά σιγά -
σιγά έμαθα να παίζω μέχρι και το 85΄ που στο συγκρότημα μπήκε ο γιός μου ο
Γιώργος, που έμαθε και παίζει πολύ καλά λαουτοκίθαρο.
Από το
1962 ξεκίνησα μια νέα συνεργασία με τον κουμπάρο μου τον Γιώργο Κούρο,
συνεργασία που κράτησε μέχρι και το 2000 περίπου. Πέρα από τον Κούρο, που ήταν
ένα δυνατό κλαρίνο, είχαμε στο συγκρότημα και τον Μήτσο Λάππα, ένα πολύ καλό
βιολί. Αργότερα τη θέση του Λάππα στο συγκρότημα πήρε ο Πάνος Ρούμπος επίσης
Κρεντιώτης, από τα κορυφαία βιολιά στον τόπο μας. Για 17 χρόνια, εγώ, ο Κούρος
και ο Ρούμπος και με περιστασιακούς άλλους συνεργάτες, κάναμε ένα πολύ καλό
συγκρότημα για την περιοχή μας και όχι μόνο. Εμείς οι τρείς ήμασταν πολύ
δεμένοι μεταξύ μας, ανώτεροι από αδέρφια για 17 ολόκληρα χρόνια.
Με ποιούς άλλους
οργανοπαίχτες συνεργάστηκες όλα αυτά τα χρόνια;Συνεργάστηκα με πολύ
σπουδαίους καλλιτέχνες του δημοτικού τραγουδιού, όπως με τους σπεσιαλίστες
κλαρινίστες Βαγγέλη Τσίπρα και Τάκη Φουρλίγκα, με τον επίσης σπουδαίο μάστωρα
του κλαρίνου Ηλία Παναγιωτόπουλου, αλλά και με πολλούς άλλους σημαντικούς
κλαρινίστες όπως ήταν ο Λάμπρος Παπαθανασίου, ο αείμνηστος Πέτρος Βλάχος, που
πέρα από καλλιτέχνης ήταν και ένας υπέροχος άνθρωπος (ΦΩΤΟ). Ακόμη κατά
διαστήματα συνεργάστηκα με τον Ηλία Τσιπά, τον Θωμά Τσιπά, τον Γιώργο Γκούρλια,
τον Κώστα Γεωργούλα κ.α. Βέβαια όλα αυτά τα χρόνια σημαντικές συνεργασίες είχα
και με πολύ καλούς τραγουδιστές.
Η Κρέντη είναι ένα χωριό
με πολλούς μουσικούς έτσι δεν είναι; Έτσι είναι, η Κρέντη είναι
γενέτειρα σπουδαίων μουσικών. Από αυτούς όπως σας είπα και στην αρχή ξεχώρισαν
τα 2 αδέρφια Βαγγέλης και Πάνος Μάκκας, στο βιολί και στο ντέφι, ο Γιώργος ο
Ντάλλας, που ήταν ένα μεγάλο κλαρίνο, εκείνη την εποχή, ο Μήτσος Λάππας στο
βιολί αλλά και ο πατέρας του, ο Κώστας, ο Γιώργος Καλύβας επίσης Κρεντιώτης στο
βιολί, ο Μήτσος Καλύβας στην κιθάρα, και ο Λεπενιώτης κλαρίνο και βιολί.
Νεώτεροι στο χώρο του δημοτικού τραγουδιού είναι ο Λεπενιώτης ο Κώστας, και ο
γιος ο Γιώργος που βγήκε το 1985 και είναι πολύ καλύτερος και από μένα! Θέλω να
πιστεύω ότι η παράδοση αυτή θα συνεχιστεί και έτσι στο «κουρμπέτι» θα βγουν και
άλλα νέα παιδιά, που θα ασχοληθούν με το δημοτικό τραγούδι και τα παραδοσιακά
μας όργανα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου