Δευτέρα 17 Αυγούστου 2020

Το παζάρι της Σωτήρας, που φέτος δεν έγινε… Από το αρχείο Του Ηλία Γ. Προβόπουλου

Ένα από αυτά τα μεγάλα παζάρια της παλιάς εποχής που δυστυχώς λόγω Κορωνοϊου φέτος δεν έγινε, είναι αυτό της Σωτήρας όπως λέγεται και πήρε το όνομά του από τη Σωτήρα (την εκκλησία που είναι αφιερωμένη στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος) στην ομώνυμη τοποθεσία κοντά στην Ανατολική Φραγκίστα, στην καρδιά της Ευρυτανίας.

Το σημείο αυτό δεν είχε επιλεχθεί τυχαία και η λειτουργία του ανάγεται σε πολύ μακρινούς στο παρελθόν χρόνους, όταν όπως λέγεται λειτουργούσε εκεί μοναστήρι και αποτελούσε σταθμό για όσους πορεύονταν από την Αιτωλία προς τη Θεσσαλία ή από την Ευρυτανία προς τα Άγραφα και το Βάλτο μέσω των μεγάλων ημιονικών δρόμων εκείνης της εποχής.





Όντως, όποιοι εμπορευόμενοι ή με τα κοπάδια τους έρχονταν τότε από την Αιτωλία αφού διάβαιναν τον Αχελώο που δεν είχε και πολύ νερό αυτήν εποχή περνούσαν από τις Φραγκίστες (Δυτική και Ανατολική), στάθμευαν στη Σωτήρα, τόπο και σήμερα όμορφο, γεμάτο νερά και πλατάνια να ξεκουραστούν και από εκεί να συνεχίσουν δίπλα πλέον από τον Μέγδοβα προς τα χωριά των Δολόπων κι από εκεί στον κάμπο της Θεσσαλίας. Πάνω σε αυτή την πανάρχαια διαδρομή σχεδιάστηκε να γίνει και ο περίφημος Παραμεγδόβιος δρόμος αλλά έμεινε στα χαρτιά και ουδέποτε φαίνεται πλέον ότι θα ολοκληρωθεί.

Από τη Σωτήρα επίσης περνούσε και ο δρόμος που έρχονταν από την Φθιώτιδα, διέσχιζε την Ευρυτανία και προχωρούσε κατόπιν προς τα Άγραφα, τον Απεράντιο και από εκεί διαβαίνοντας τον Αχελώο, κατέληγε στην περιοχή της Άρτας και την Ήπειρο. Με λίγα λόγια, λόγω του πολυσύνθετου ανάγλυφου των βουνών και των ποταμών της περιοχής, οι δρόμοι ακολουθούσαν το πιο εύκολη διαδρομή και συναντιόνταν στη Σωτήρα και τούτο διευκόλυνε πολύ τη διοργάνωση του παζαριού το οποίο γίνεται κάθε χρονιά ακόμη από τις 17 έως τις 19 Αυγούστου και χάρη στην παρουσία λίγων ακόμη ανθρώπων που παράγουν ορισμένα πράγματα διατηρεί κάτι λίγο από την παλιά λάμψη του μεγάλου παζαριού.

Μέχρι πριν από δυο δεκαετίες σχεδόν, εποχή που δεν είχε διαλυθεί η λιτή και βασανισμένη αγροτοποιμενική οικονομία της Ευρυτανίας και πάρουν τα μάτια τους οι άνθρωποι και να φύγουν από τον ταλαίπωρο τόπο τους, στο παζάρι της Σωτήρας έφερναν να πουλήσουν το περίσσευμά τους και να αγοράσουν τα χρειαζούμενα που δεν έφταναν με άλλο τρόπο. Κι έρχονταν άνθρωποι από όλα τα ξεχασμένα χωριά να πουλήσουν τυρί, βούτυρο, μαλλιά ακόμη και ζωντανά γιδοπρόβατα και να αγοράσουν υφάσματα, εργαλεία, αντικείμενα για το κοπάδι και το μαντρί, όπως κουδούνια για παράδειγμα, πράματα για το νοικοκυριό.

Το παζάρι της Σωτήρας ήταν η μόνη σχεδόν ημέρα του χρόνου για πολλούς ανθρώπους που έρχονταν ώρες πολλές με τα πόδια από τα απομονωμένα χωριά και τους άπειρους συνοικισμούς των Αγράφων που εκτός από τα προκλητικά αγαθά του εμπορίου έβλεπαν και τι πράγμα ήταν το χρήμα! Και ήταν και πολλοί αυτοί που έβγαζαν λίγες δραχμές πουλώντας τσάι και ρίγανη που μάζευαν από τα βουνά καθώς και άλλα βότανα και καρπούς που λίγοι ήξεραν να τα συλλέγουν και φυσικά έλεγαν και τι καλό μπορούσε το καθένα να κάνει στον άνθρωπο. Πολλοί ήταν επίσης εκείνοι που έφερναν να πουλήσουν εξαιρετικό μέλι από τις πρωτόγονες κυψέλες που διέθεταν τότε ενώ άλλοι από τα καμποχώρια έφερναν να πουλήσουν κηπευτικά και καρπούζια, κάτι που όλοι ήθελαν να δοκιμάσουν αλλά δεν ευδοκιμούσαν ή έβγαιναν καχεκτικά στα χωριά τους.

Δεν ήταν όμως μόνο οι εμπορευόμενοι που πήγαιναν στο παζάρι της Σωτήρας αλλά και πολύς άλλος κόσμος που είχε την ευκαιρία και την αντοχή στα πόδια του να πάει να χαζέψει, να φάει κανένα λουκούμι, να πιεί κανένα ποτηράκι, να διασκεδάσει με τα όργανα και φυσικά να παντρολογηθεί καθώς και να δει πολιτευτές, παράγοντες της τοπικής ζωής, να κλείσει παλιούς λογαριασμούς και να ανοίξει καινούργιους, ανάλογα τις καταστάσεις. Σε γενικές γραμμές, το παζάρι λειτουργούσε ως χώρος ανταμώματος και διαλόγου για τοπικά και ευρύτερα ζητήματα που απασχολούσαν τον κόσμο εκείνης της εποχής.

Από αυτούς που χαίρονταν το παζάρι περισσότερο απ’ όλους ήταν οι γυναίκες και τα παιδιά. Οι γυναίκες γιατί τους δίνονταν η ευκαιρία να δούν άλλο κόσμο, κόσμο που πολλές δεν φαντάζονταν ότι υπήρχε γιατί πολλές ζούσαν σε εντελώς απομονωμένους οικισμούς, να δούν και να ζηλέψουν ρούχα και παπούτσια που αφενός η τσέπη τους ποτέ δεν θα τους βοηθούσε να τα αποκτήσουν ενώ αφετέρου σκέφτονταν τι θα πει και το χωριό. Μεγάλη επίσης ήταν και η χαρά των πιτσιρικάδων, όσους έπαιρναν οι γονείς τους στο παζάρι και δεν τους άφηναν στο κοπάδι, γιατί θα φορούσαν οπωσδήποτε τα καλά τους αλλά και γιατί θα έβλεπαν και δοκίμαζαν πράγματα που είχαν ακούσει πως υπάρχουν, όπως λεμονάδες για παράδειγμα στα παλιότερα χρόνια και κόκα κόλα στα νεώτερα και αν είχαν καμιά δραχμή περισσευούμενη να έπαιρναν και κανένα ψευτοπαιχνίδι. Χώρια δε που θα μπορούσαν μέσα στο συνωστισμό να διαφύγουν εντέχνως της προσοχής των μεγάλων και να κάνουν και καμιά αταξία από εκείνες τις παιδικές που δεν ξεχνιούνται ποτέ.

Το ιδιαίτερο στο παζάρι της Σωτήρας επίσης ήταν ότι όλος αυτός ο κόσμος κατασκήνωνε κάτω από τα δέντρα και έμεινε εκεί όσο να τελειώσει τις δουλειές και να διασκεδάσει και λίγο σαν του έμεινε χρόνος και χρήμα. Κουβαλούσαν με τα μουλάρια τους σκεπάσματα τα οποία έστρωναν στο έδαφος, τρόφιμα για να φάνε γιατί τα μαγαζιά για τον πολύ κόσμο ήταν ακριβά και έπαιρναν μόνο κανένα μεζέ, κοκορέτσι, σπληνάντερο ίσως γιατί ακόμη δεν είχαν αρχίσει να φτιάχνουν σουβλάκια. Τα μαγαζιά αυτά τα έστηναν για τις ημέρες του παζαριού άνθρωποι από τις Φραγκίστες κυρίως και από τα γύρω χωριά και πλήρωναν κάτι στην εκκλησία για τη συντήρησή της, όπως επίσης έκαναν και οι σοβαροί εμπορευόμενοι.

Τα μαγαζιά αυτά λοιπόν τα οποία στήνονταν πρόχειρα και με τα πλέον απαραίτητα εργαλεία, ήτοι κρεατόξυλα, μαχαίρια τσιγκέλια και σούβλες, προσέφεραν ψητό κρέας από αρνοκάτσικα και προβατίνες κάτι που ο κόσμος εκτιμούσε πολύ εκείνη την εποχή και ο οποίος μάλιστα έβγαινε και από δυο εβδομάδων νηστεία λόγω της εορτής της Παναγίας. Όσο για το σερβίρισμα, αρκούσε ένα κομμάτι λαδόχαρτο ή και εφημερίδας καθώς τα μαχαιροπήρουνα και τα πιάτα ήταν ελάχιστα. Για τα πιοτά δε, κρασί από μπουκάλι και ούζο γιατί το τσίπουρο ήταν εν διωγμώ τότε, με δυο τρία ποτηράκια βολεύονταν ολόκληρη η παρέα χωρίς να περάσουν από το νεροχύτη ενώ για πετσέτες, ας ήταν καλά το μανίκι.

Ένα κομμάτι του παζαριού πάλι, από τα πιο σημαντικά ήταν τα όργανα που έπαιζαν κατά ομάδες στα διάφορα μαγαζιά και διασκέδαζαν τον κόσμο με δημοτικά κυρίως τραγούδια και λίγα λαϊκά αν τους ζητούσαν οι χορευτές οι οποίοι ήταν και αυτοί που τους πλήρωναν. Τα όργανα έπαιζαν σε όλο το τριήμερο του παζαριού αλλά εκεί που τα έδιναν όλα ήταν την τελευταία νύχτα που όλοι είχαν παρατήσει τα εμπόρια και τις συναλλαγές και το έριχναν στη διασκέδαση.

Φέτος δεν θα γίνει το ΠΑΖΑΡΙ, όπως και πολλά άλλα στην Ελλάδα. Να ευχηθούμε του χρόνου να είμαστε ΟΛΟΙ εκεί και να γιορτάσουμε όπως αξίζει σε αυτό το κορυφαίο ΑΝΤΑΜΩΜΑ των Ευρυτάνων, στον υπέροχο αυτό και ευλογημένο τόπο.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου