ΟΜΙΛΙΑ
Αρχιμ. Δαμασκηνού
ΚΑΤΑ ΤΟ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΝΘΗΜΕΡΟΝ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ
μακαριστού γέροντος Δοσιθέου.
Σεβασμιότατε ποιμενάρχα της θεοσώστου Μητροπόλεως
Καρπενησίου κ. Γεώργιε, τίμιον πρεσβυτέριον, και αγαπητοὶ εν Χριστώ αδελφοί·
επιτελούμεν σήμερον το τεσσαρακονθήμερον μνημόσυνον του τετάρτου κτίτορος της Ιεράς
ταύτης Μονής γέροντος Δοσιθέου. Ούτος ο μακαριστός, δίκην ηλίου φαεινού ανέτειλεν
εις την Ιερὰν Μονὴν Προυσού το 1956, και έδυσεν εις την Μονὴν Τατάρνης, κατ’ Ιανουάριον
ενεστώτος έτους. Αι πολλαὶ αρεταί του, τα χαρίσματά του, και η όλη κατὰ Χριστὸν
πολιτεία του ως άλλαι πνευματικαὶ ακτίναι, εφώτισαν και εθέρμαναν τον πιστὸν λαὸν
της Ευρυτανίας.
Η πίστις, η ελπίς, η αγάπη και η ειρήνη, και ο χαρισματικός κηρυκτικός του λόγος, διακρινόμενος δια την Χριστοκεντρικότητα και το γνήσιον Ορθόδοξον ήθος μετὰ λιτότητος, περιεκτικότητος και ρεαλισμού, οτε μεν εδρόσιζεν ως άλλη «δρόσος Αερμὼν η καταβαίνουσα επί τα όρη Σιών», ίνα κατὰ Δαυῒδ τον ψαλμῳδὸν είπωμεν, οτε δε κατήρδευεν ως υετός πλήρης νοημάτων και θείων εννοιών τας διψώσας ψυχὰς των Ευρυτάνων, ου μην αλλὰ και επότιζε την αυχμηράν, από απόψεως πνευματικής, γην της περιφερείας Καρπενησίου και Αγράφων, τμήματος δηλονότι της πάλαι ποτέ Μητροπόλεως Ναυπακτίας και Ευρυτανίας.
Η δράσις του ως πνευματικού και εξομολόγου, άφησεν εποχήν. Εμίλησε και εισήλθεν εις τας καρδίας των αθρόως από πρωίας έως νυκτός προσερχομένων, κατά την διάρκειαν των αλλεπαλλήλων περιοδειών του εις κωμοπόλεις και χωρία, όπου επεριώδευεν όχι με την άνεσιν του αυτοκινήτου, αλλά είτε πεζός είτε καθήμενος επί ακάκων όνων και ημίονων. Και επληρώθη εις τον π. Δοσίθεον, το του Ησαΐου του προφήτου: «Παρακαλέσατε τον λαόν μου, λέγει Κύριος, παρακαλέσατε τον λαόν μου, ιερείς λαλήσατε εις την καρδίαν Ιερουσαλήμ». Και ελάλησεν εις τας καρδίας των Ευρυτάνων ο γέρων Δοσίθεος, και εισήλθεν εις αυτάς, και ηγάπησεν αυτοὺς και ηγαπήθη υπ’ αυτών.
Και τούτο περιτράνως αποδεικνύεται, αφού δια επτά περίπου δεκαετίας έμεινε αμετακίνητος πλησίον του πτωχού, αλλ’ υπερηφάνου και προπαντὸς πιστού Ευρυτανικού λαού. Έμεινεν εκεί όπου ο ίδιος ηθέλησε, και η Εκκλησία τον ετοποθέτησεν. Εκ των πολλών αρετών που εξήσκησε, θα εστιάσω μόνον εις τρείς, φειδόμενος του χρόνου. Αυταὶ ήσαν αι αρεταὶ της Ελεημοσύνης, της Φιλοξενίας (την οποίαν συνεδύασε με την τέχνην του οψοποιού, του μαγείρου δηλαδή), και της Αθωότητος.
Και ως προς την Ελεημοσύνην: Οι «τσέπες» του π. Δοσιθέου, έβριθον οπών, ήταν δηλαδή κυριολεκτικά τρύπιες. Ότι χρήματα του ενεπιστεύοντο εις λίαν δυσκόλους μάλιστα εποχάς, εὰν δεν ήταν δια την Ιερὰν Μονήν, εκάλυπταν αμέσως ανάγκας πτωχών και απόρων ανθρώπων. Εις τας πολλάς και συνεχείς οικοδομικὰς εργασίας της Μονής και των Μετοχίων της, ουδέποτε εστέρησεν ημερομίσθια εργατών και μαστόρων, και ουδέποτε επαζάρευεν τιμὰς με τους εργολάβους των εργασιών.
Εις το οικοτροφείον που ιδίοις αναλώμασιν έκτισεν εις Καρπενήσιον εσπούδασεν, έθρεψε και εφιλόξενισε την δεκαετία του 1960 και 1970 πλειάδα απόρων μαθητών, μη δυναμένων προς τούτο. Πολλοὶ ἐξ αυτών ήλθον εις την κηδείαν του, και σήμερον εις το μνημόσυνόν του χάριτος και ευγνωμοσύνης ένεκεν, διό και το αναφέρω.
Δια την αρετὴν της Φιλοξενίας εις την οποίαν ο Γέροντας διεκρίνετο, περιττὸν ηγούμαι να αναφέρω οτιδήποτε. Μάστορες, προσκυνηταί, άγνωστοι και γνωστοί, φίλοι και περαστικοὶ εκ της Μονής, ας είπωσιν αυτοί και ας μαρτυρήσουν περί της αγάπης και φροντίδος του π. Δοσιθέου. Κυριολεκτικώς έτρεχε «απολείτουργα» να φορέσῃ το «πετραχείλι της κουζίνας» όπως ο ίδιος χαριτολογών έλεγε, δηλαδὴ την μαγειρικὴ ποδιά, για να αναπαύσῃ όλων και την γλώτταν και τον στόμαχον. Βεβαίως, πάντοτε προηγείτο η πνευματική τροφή και ηκολούθει η υλικὴ των φαγητών, των οποίων η γεύσις είχε πάντοτε κάτι το ιδιάζον, ιδιαίτερον, εξαιρετικὸν και «αξέχαστον». Ας σημειωθεί, ότι την μαγειρικὴν τέχνην εξέμαθεν από την αείμνηστον μητέρα του Ελευθερίαν, αρχίσας να εκπαιδεύεται από της ηλικίας των πέντε ετών.
Εκείνη, όμως, που έτυχε της υπερβαλλούσης αγάπης και της φροντίδος του, ήτο η κατερρειπωθείσα εκ των κατολισθήσεων του 1963 Μονὴ της Τατάρνης. Ταύτην εκ βάθρων σνῳκοδόμησεν εις νέον τόπον, ονομαζόμενον «Σάββα-Αυτιά», και εις πλήρες Μοναστήριον την απεκατέστησεν, εμπλουτίσας αυτὴν διὰ πέντε παρεκκλησίων εντὸς της Τατάρνας, και δύο μετοχίων, εἰς Καρπενήσιον του Αγίου Νεκταρίου και εις Μικρὸν Χωρίον της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, και αυτών δια τεσσάρων παρεκκλησίων κεκοσμημένων επίσης, ανὰ δύο έκαστον.
Όπου και αν επήγαινε ταξιδεύοντας, η λαχτάρα του ήτο να επιστρέψῃ το γρηγορώτερον στην Μονή, «στην Παναγία μου» όπως έλεγε. Και ἐταξίδευσεν εἰς διαφόρους Μητροπόλεις της Ελλαδικής Εκκλησίας και της Εκκλησίας της Κρήτης, και ωμίλησε περὶ διαφόρων θεμάτων, λόγῳ της οξυγράφου γραφίδος και των πολλών γνώσεών του, αι οποίαι προεκάλουν τον θαυμασμὸν των ακροατών. «Κινητὸν Πανεπιστήμιον», τον απεκάλουν ενίοτε. Εις την πόλιν του Αγρινίου έγινε γνωστὸς μέσῳ της Κυριακάτικης ραδιοφωνικής εκπομπής με τίτλον «Ο λόγος του Θεού στὸν λαὸν του Θεού», που επεμελείτο ο αείμνηστος Παναγιώτης Κουτσούκης. Οι εκπομπὲς αυτὲς αφεώρουν χριστιανικὰ θέματα, και κυρίως την εξήγησιν και τον σχολιασμὸν των περικοπών των Αποστόλων και των Ευαγγελίων της εκάστοτε Κυριακής· σχολιασμὸν τον οποίον εχαρακτήριζεν η τεκμηρίωσις, η σαφήνεια, το ορθότομον και ορθόδοξον, το απλούν και η ζωντάνια. Μέχρι σήμερον ακούονται αι εκπομπαὶ αυταί, και πολλοὶ τηλεφωνούν για να γνωρίσουν τον Γέροντα -πλην φευ ο γέρων απεδήμησεν...
Εκεί, όμως, όπου ψυχή και διανοία εδόθη, ήτο η Μητέρα Εκκλησία μας, το Οικουμενικὸν Πατριαρχείον. Εκεί εταξίδευσεν 146 φορές, όπως ο ίδιος με καμάρι έλεγε. Προσεκύνησε γονυπετών την κεκλεισμένην Μεσαίαν Πύλην του εθνομάρτυρος Γρηγορίου του Ε΄, ίνα αφουγκρασθή τον σφυγμὸν της ζωντανής Ιστορίας του Γένους και της Ορθοδοξίας, της Ρωμιοσύνης δηλαδή. Ότι είδεν, ότι άκουσεν, ότι έζησε τα κατέγραψε και τύποις εξέδωσεν εις τέσσερα περισπούδαστα βιβλία, όπου μέσα αναβιώνει και ζωντανεύει η Ρωμιοσύνη. Όσοι εδιάβασαν τα βιβλία, κατάλαβαν τι έστι Ρωμιοσύνη, τι έστι Πατριάρχης, τι έστι Πατριαρχείον και ομογένεια. Πολλοὶ εξ αυτών ήλλαξαν την αρνητικήν των γνώμην, και εις πολλοὺς απεκαλύφθη ενώπιόν των μια νέα Κωνσταντινούπολις. Η προσφορά του αυτὴ εξετιμήθη υπὸ του Παναγιωτάτου Πατριάρχου μας κ.κ. Βαρθολομαίου, ο οποίος περιέβαλε και ετίμησε δια διαχρονικής φιλίας τον γέροντα Δοσίθεον. Και εκτιμήσας την ανιδιοτέλειαν του ανδρός, ο Πατριάρχης είχε και το έλεγεν, ότι αν είναι ένας που ποτὲ δεν εζήτησε κάτι προσωπικόν, αυτὸς ήτο ο π. Δοσίθεος. Και όταν ὁ Πατριάρχης έμαθε δια την σοβαρότητα της υγείας του γέροντος, έστειλεν εις Αθήνας τον Αρχιγραμματέα της Ιεράς Συνόδου, τον π. Γρηγόριον. Και επί κλίνης οδύνης εις το 401 Γενικὸν Στρατιωτικὸν Νοσοκομείον, ο π. Γρηγόριος επέδωσε στον Γέροντα ως συμβολικὸν δώρον μια προσευχὴ του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, με την εξαιρετικὴν αφιέρωσιν «Εις τον ισάδελφον φίλον π. Δοσίθεον, με βαθείαν αγάπην και ευχὰς δια ταχείαν ανάρρωσιν». Και ως μας εβεβαίωσεν ο π. Γρηγόριος, πρώτην φορὰν ο Πατριάρχης απεκάλεσεν «ισάδελφον» ένα απλούν ιερομόναχον, ως ήτο ο π. Δοσίθεος. Δεν ηδυνήθη ο Πατριάρχης να εγείρῃ εκ της κλίνης τον π. Δοσίθεον, αλλὰ ανέστησε την ψυχήν του, με την χειρονομίαν του αυτήν. Καὶ μετὰ δακρύων αναγνώσας ο Γέροντας την αφιέρωσιν, ηυχαρίστει μεγάλως τον τε κομιστὴν όσον και τον αποστολέα, που ήτο ο Οικουμενικὸς Πατριάρχης. Και μάλιστα, αυτὴν ταύτην την ώραν εις τον Πάνσεπτον Πατριαρχικὸν Ναὸν του αγ. Γεωργίου, τελείται και εις το Φανάριον κελεύσει και μερίμνῃ και προνοίᾳ Πατριαρχική Θεία Λειτουργία, και τεσσαρακονθήμερον Μνημόσυνον υπὲρ αναπαύσεως της ψυχής του Γέροντός μας υπό του ιδίου του Οικουμενικού μας Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, προς ον υιϊκώς και βαθυσεβάστως εδαφιαίαν βάλλομεν μετάνοιαν, ευχαριστούντες και ευγνωμονούντες από καρδίας.
Αν με ερωτήσετε σήμερον δια τα πενήντα πέντε χρόνια που έμεινα και έζησα δίπλα εις τον Γέροντα, εκτός της 27μήνου στρατιωτικής μου θητείας, έχω να είπω αυθορμήτως ένα μεγάλο «ευχαριστώ» εις τον Θεὸν και την Παναγίαν, που με ηξίωσαν να υπηρετήσω τον γέροντα Δοσίθεον. Ήτο ότι πιο ευχάριστον και ευλογημένον συνέβη εις την ζωήν μου. Αν με ερωτήσετε δε ποίος ήταν ο π. Δοσίθεος, και πάλιν αμέσως θα απαντούσα, ότι ήτο ένας άνθρωπος του Θεού, ένας άνθρωπος της Εκκλησίας, ένας άγιος, μετὰ γνώσεως. Όλην του την ζωήν την ηνάλωσε παιδιόθεν μέσα εις την Εκκλησίαν. Εις τον Βύρωνα Αθηνών όπου ευρίσκετο η πατρική του οικία, ήτο και το Αγιορειτικὸν Μετόχιον της Αναλήψεως όπου ανεδείχθη ο όσιος Ιερώνυμος, με τα νάματα του οποίου εγαλουχήθη ο Γέροντας. Κατόπιν, υπηρέτησε τας Μονὰς αρχικώς και επ’ ολίγον εις του Προυσού, και έπειτα δια βίου εις την Μονὴν της Τατάρνης.
Εις το Άγιον Όρος τας δεκαετίας 1960 και 1970 εποίει χρήσιν της μηνιαίας αδείας του, και εκεί συνηυλίζετο μετὰ οσίων ανδρών των Κοινοβίων του Όρους, αλλὰ και αγνώστων ασκητών, αγνώστων ακόμη και εις τους Αγιορείτας, όπως ο ίδιος μας έλεγε. Μετὰ του οσίου Παϊσίου και του οσίου Εφραὶμ του Κατουνακιώτου, διαρκώς συνωμίλει. Έμενε δε ως επί το πλείστον εις τα Κατουνάκια, εις τους Δανιηλαίους. Εκεί ωργάνωσε και κατέγραψε την βιβλιοθήκην των, εμυήθη εις την τέχνην της Αγιογραφίας, και ετελειοποίησε την μουσικήν του παιδείαν περὶ την πατρῴαν Εκκλησιαστικὴν Μουσικήν. Μάλιστα, κατόπιν αιτήματος των Δανιηλαίων, προ δυο ετών ο γέροντας έδωσε περιχαρὴς την ευλογίαν του εις τον π. Γερμανὸν διὰ νὰ συνταχθή η πλήρης Ακολουθία του προσφάτως αγιοκαταταχθέντος οσίου Δανιήλ, του «γενάρχου» δηλονότι των Δανιηλαίων.
Όλον το περιβάλλον δηλαδὴ όπου έζησεν ο π. Δοσίθεος, ήτο περιβάλλον αγίων ανδρών· τους οποίους πλέον υπάγει να συναντήσῃ εις τον ουρανόν. Πέραν των πολλών του αρετών, ο Γέροντας είχε και μίαν αρετὴν δυσδιάκριτον και άγνωστον εις το ευρὺ κοινόν, δια να έλθω και εις την τρίτην που προηγουμένως ανέφερον. Πίσω από την χαρισματικήν του προσωπικότητα, εκρύβετο ουσιαστικώς η Αθωότης και η ακακία ενὸς μικρού παιδιού. Και δι’ αυτὸν μόνον τον λόγον, οπωσδήποτε θα ήκουσε της φωνής του Χριστού της λεγούσης «άφετε τα παιδία ελθείν προς με, των τοιούτων γάρ εστίν η Βασιλεία των ουρανών».
Εις όλην του την ζωὴν επεδίωξε να γίνει πολίτης της Βασιλείας του Χριστού, η οποία «εντὸς ημών εστίν». Γι’ αυτὸ και ίδιος εφύλαξεν «οδοὺς σκληράς». Δοσμένος ὁ Γέρων ψυχή τε και σώματι εις τον Θεόν, προσεπάθησε δια πράξεως και θεωρίας να απαντήσει εις το αρχετυπικὸν και πρωταρχικὸν αίτημα της Κυριακής Προσευχής, εις το «ελθέτω η Βασιλεία Σου». Όλοι ψάχνουμε να βρούμε και νοσταλγούμε τον χαμένο παράδεισό μας. Η διαφορά είναι τί ψάχνουμε και που. Τον παράδεισον αυτὸν ο π. Δοσίθεος προσεπάθησε να βρει εις τον Χριστόν, και όχι εις κακέκτυπα υποκατάστατα που πάντοτε υπάρχουν, η εις εφάμαρτες καταστάσεις που ζούμε εις τους καιρούς μας.
Ο Γέροντας, άλλωστε, ήτο δοσμένος εις τον Θεὸν εκ κοιλίας μητρὸς αυτού. Και τούτο δεν είναι σχήμα λόγου. Όταν εγεννήθη, ο πατέρας του δεν ήτο εις το νοσοκομείον αλλὰ στην οικίαν του. Και την στιγμὴν εκείνην της γέννας, είδεν όνειρον σημαντικόν. Είδεν ένα μοναχὸν και ένα ιερέα, εις ιερὸν εκκλησίας τινος, να του λέγουν ότι «γεννήθηκε ὁ γιός σου». Ώστε εκ γενετής ήτο προωρισμένος να αφιερωθεί εις τον Θεόν, να καθοσιωθεί, και πράγματι ούτω και έγινεν. «Ελθὼν εις την ορεινὴν μετὰ σπουδής» την Ευρυτανίαν δηλαδή, υπηρέτησε την Παναγίαν, και τον εντόπιον λαὸν του Χριστού.
Όπως η μάνα των μελισσών, η βασίλισσα δηλαδή, βγάζει ένα άρωμα δια να ελκύει τις μέλισσες και να κρατά την συνοχήν του σμήνους (φερομόνη, λέγεται αυτὴ η ουσία), έτσι και ο π. Δοσίθεος, εξέπεμπεν ένα άρωμα ζωής, γνησιότητος, ανωτερότητος, ανιδιοτέλειας και αυθεντικής πνευματικότητος μακρὰν πάσης υποκρισίας, και είλκυε τους ανθρώπους που τον επλησίαζον. Εις όλην του την ζωήν, δεν τον θυμήθηκα ποτέ χωρίς ανθρώπους δίπλα του. Το πηγαίον χιούμορ του, τα πνευματώδη αστεία του, ο λόγος του, οι γνώσεις του, συνδυαζόμενες με το χάρισμα της μαγειρικής τέχνης, ην άριστα κατείχεν, έκανεν ώστε πάντοτε να ευρίσκονται κοντά του άνθρωποι· όπως οι μέλισσες είναι γύρω - γύρω από την βασίλισσά τους.
Κάποτε, εμίλησε κάπου με θέμα τον δήθεν χριστιανισμόν, ότι δηλαδή οι χριστιανοί της σήμερον είναι οι «Χριστιανοὶ του δήθεν». Χλιαροί, άχρωμοι, άοσμοι και άνοστοι, εις σημείον ώστε να κινδυνεύωμεν να έχωμεν ένα Χριστιανισμὸν χωρὶς Χριστόν. Αντιθέτως, ο ίδιος ο Γέροντας απέπνεεν εις όλην του την ζωὴν το άρωμα ενὸς όντως Χριστοφόρου ανδρός, και είχε πάνω του μίαν χάριν, μίαν ευλογίαν. Ίσως επειδή είχε την ευχὴν του Χριστοφόρου, του μακαριστού Μητροπολίτου Ναυπακτίας και Ευρυτανίας, χάριν του οποίου ο Γέροντας εικοσαετὴς νεανίας ήλθεν εις Προυσὸν το 1956.
Τώρα που έφυγεν ο Γέροντας, τον σκεπτώμεθα και τον αναπολούμεν μετὰ νοσταλγίας, μας λείπει πολύ, αλλὰ η παρουσία του είναι εμφανής, ωσὰν να ζει. Κατέλιπεν, άλλωστε, ως πνευματικὸν καταπίστευμα και αϋλον πλούτον το συγγραφικόν του έργον εις όλους μας, και εις την Ιερὰν Μονὴν ως περιουσιακὸν στοιχείον, δίκην Διαθήκης Κτιτορικής. Η Μονὴ Τατάρνης, το Ιστορικὸν αυτὸ Μοναστήρι των Αγράφων, ημπορεί να πέρασε πολλά και να έχασε πολλά, αλλά αυτὰ τα πενήντα τελευταία χρόνια απέκτησεν ένα πνευματικὸν θησαυρόν, που το έκανε πάλιν πλούσιον όχι εις υλικὰ αγαθά, που φεύγουν και χάνονται, αλλὰ εις πνευματικά. Και ο νέος θησαυρός της είναι ο αποθανὼν Γέρων Δοσίθεος, με ότι αυτό σημαίνει εις όλους μας και δια τον καθένα ξεχωριστά που τον εγνώρισε. Και αυτὰ μεν περί του πεφιλημένου γέροντος Δοσιθέου.
Επιτρέψατέ μοι τώρα να είπω ολίγα τινα δια την απορφανισθείσαν πατρὸς αδελφότητα της Μονής Τατάρνης, και να περατώσω τον λόγον. Ως γνωστόν, με απόφασιν του Επισκόπου μας κ. Γεωργίου, η ταπεινότητά μου εδιορίσθην Ηγούμενος ως διάδοχος του μακαριστού γέροντος Δοσιθέου, του όντως μεγάλου Ηγουμένου. Διότι είναι η αλήθεια, ότι ούτω θα αποκαλείται πάντοτε, και έτσι θα μείνει εις την Ιστορίαν ο γέρων Δοσίθεος. Ήταν ο Ηγούμενος που ουδέποτε εφόρεσεν επίσημον μανδύαν, ουδέποτε έλαβεν εις χείρας ηγουμενικὴν ράβδον, και ουδέποτε ανήλθεν εις τον ηγουμενικὸν θρόνον. Και δι’ αυτὸν τον λόγον θέλω να παρακαλέσω τον Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην μας, ότι καλὸν είναι να συνεχισθεί αυτὴ η παράδοσις του π. Δοσιθέου τουλάχιστον δι’ εμέ, απὸ απέραντον σεβασμὸν προς τον Γέροντά μας.
Εκὼν‒άκων εδέχθην τον διορισμόν, και ευχαριστών εκ μέσης καρδίας τον Σεβασμιώτατον δια την πατρικήν του συναντίληψιν προς ημάς, αιτούμαι ταπεινώς την ευλογίαν και την ευχήν του, όπως το βάρος της ηγουμενίας ελαφρυνθή. Διότι η εννέα αιώνων Ιστορία της Τατάρνης είναι βαρυτάτη. Η κληρονομία του π. Δοσιθέου, δυσβάστακτος και τεραστία. Οι ώμοι οι ιδικοί μου ασθενείς, και το λεχθὲν «ουδεὶς μαθητὴς μείζων του διδασκάλου αυτού» ενταύθα πληρούται, πόσον μάλλον όταν πρόκειται περὶ διδασκάλου ως ο π. Δοσίθεος.
Θέλω να δηλώσω τόσον η ταπεινότης μου όσον και ὁ π. Γερμανός, ότι θα προσπαθήσωμεν, και «Θεώ φίλον, το κατὰ δύναμιν» κατὰ τον άγιον Γρηγόριον τον Θεολόγον, να κρατήσωμεν την θύραν της Μονής ανοικτήν, και το κανδήλι της Παναγίας ανημμένον. Και θα δεχώμεθα τους «κοπιώντας και πεφορτισμένους» προσκυνητὰς αυτής με αγάπην Χριστού και με τον δέοντα σεβασμόν. Διότι γνωρίζομεν, ότι ο κάθε προσκυνητής είναι πρόσωπον εις το οποίον πρέπει να βλέπωμεν το πρόσωπον του Χριστού, και να μη επηρεαζώμεθα από εξωτερικά γνωρίσματα και άλλα φαινόμενα των καιρών. Και κυρίως να μη προσθέτομεν προβλήματα εις τα ήδη πολλά προβλήματα που έχουν οι άνθρωποι της εποχής μας, αλλά μάλλον να επιχέωμεν «έλαιον και οίνον» κατὰ το ευαγγελικόν, και μετ’ αυτών να συμπάσχωμεν και ενθέρμως να προσευχώμεθα.
Τελειώνοντας, επιτρέψατέ μοι να είπω και ένα λόγον εις τον εν Χριστώ αδελφὸν π. Γερμανόν. Αγαπητὲ αδελφέ, γνωρίζω κάλλιον παντὸς άλλου ότι εξ απαλών ονύχων και παιδιόθεν ήσουν συνδεδεμένος με την Ιερὰν Μονήν, όπου ο π. Δοσίθεος ο θείος σου, εδέχετο και εφιλοξενούσε τον πατέρα σου και την μητέρα σου που ήτο και πρώτη εξαδέλφη του. Ηξιώθης του Μεγάλου και Αγγελικού Σχήματος, και μάλιστα η κουρά σου έγινε συμπροσευχομένου του Οικουμενικού μας Πατριάρχου εις τον Πάνσεπτον Πατριαρχικὸν Ναὸν εις το Φανάριον, εις την Πόλιν, κατὰ την επιθυμίαν του γέροντός μας π. Δοσιθέου. Και ο ξύλινος περίτεχνος Σταυρὸς που σου επέδωσεν ο Πατριάρχης ως δώρον εις την κουράν σου κοσμεί πλέον το Κειμηλιαρχείον της Μονής, δίπλα στα Πατριαρχικὰ σιγιλλιώδη περγαμηνὰ Γράμματα των αοιδίμων Πατριαρχών Διονυσίου του Β΄ (το 1556 που η Μονὴ εγένετο Σταυροπήγιον), και ύστερον Θεολήπτου, Παρθενίου, Γαβριὴλ και Γρηγορίου του Ε΄. Χάριτας και ευχαριστίας πολλάς οφείλει η Ιερὰ Μονὴ τόσον προς τον άρτι εκδημήσαντα Γέροντά μας, όσον και εις εσέ, διότι εσείς οι δύο απετελέσατε τον πνευματικὸν σύνδεσμον της Μονής μετὰ του Οικουμενικού μας Πατριαρχείου, μετὰ της Μητρὸς Μεγάλης Εκκλησίας.
Υπηρέτησες τον Γέροντά μας το τελευταίον δύσκολον τετράμηνον, την πιο δύσκολην περίοδον της ζωής του. Κατάκοιτος εντελώς πλέον, δεν ημπορούσε να υπηρετεί τας χρείας του. Και είχες, π. Γερμανέ, την ευλογίαν ο Γέροντάς μας να αφήσει την τελευταίαν του πνοὴν εις τὴν αγκάλην σου, ενώ του σιγοέψελνες στο αυτί του το «Άξιον εστίν». Καθ’ όμοιον τρόπον, εις την αγκάλην του Γέροντός μας είχεν αφήσει την τελευταίαν του πνοήν ο Ηγούμενος του Προυσού Γερμανὸς το 1964, δηλαδή ο γέροντας του π. Δοσιθέου, και του οποίου Γερμανού φέρεις το όνομα.Ο Γέροντάς μας έφυγε του ματαίου τούτου κόσμου εκτός. Και από τρείς, εμείναμε δύο· αλλὰ θάρσει και μη φοβού. Διότι ο λόγος του Κυρίου όπου είπεν «όπου εισὶ δύο η τρεις συνηγμένοι εις το εμὸν όνομα, εκεί ειμι εν μέσω αυτών», ισχύει και δι’ ημάς. Και όπου Χριστός, εκεί το φως το Αληθινόν. Και όπου το φως του Χριστού, εκεί η Οδὸς και η Αλήθεια και η Ζωή.
Και όπου αυτά, εκεί η Βασιλεία του Θεού και ο Παράδεισος. Αυτόν τον Παράδεισον εξεζήτησεν ο Γέροντάς μας πάσας τας ημέρας της ζωής αυτού, όπως και ημείς τον επιδιώκομεν. Και αυτὸν τον Παράδεισον, αγαπητοὶ εν Χριστώ αδελφοί, με την ευλογίαν της Παναγίας Ταταρνιωτίσσης της Φανερωμένης, και τας ευχὰς του ενταύθα αγίου μας Επισκόπου που ήλθε να μας αγιάσει, εύχομαι ολοκαρδίως να επιτύχετε όλοι όσοι σήμερον πανταχόθεν ήλθατε, δια να τιμήσετε την μνήμην του γέροντος Δοσιθέου, του μοναχού και πρεσβυτέρου, του Ηγουμένου και τετάρτου Κτίτορος γενομένου. Η μνήμη του ας είναι αιωνία, και η ψυχή του αναπαυμένη εν σκηναίς δικαίων· αι δε ευχαί του, αι τηλόθεν και ουρανόθεν πλέον ερχόμεναι, και η νοερά παρουσία του ας είναι πάντοτε μαζί μας. ΑΜΗΝ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου