Σας παραθέτουμε την εισήγηση του Καθηγουμένου της Σταυροπηγιακής Ιεράς Μονής Τατάρνης Γέροντος Δαμασκηνού στην παρουσίαση του βιβλίου του π. Ευαγγέλου Φεγγούλη, που έλαβε χώρα στην αίθουσα της Τ.Κ. Αγίου Κωνσταντίνου Αγρινίου την Κυριακή 19 Μαρτίου 2023.
Ο Γέροντας στην εισήγησή του κάνει αναφορά στην προσφορά και συμβολή της Εκκλησίας εις τον αγώνα και ιδιαιτέρως του Μοναστηριού της Τατάρνης και ιδιαίτερη μνεία στα περιουσιακά στοιχεία της Μονής όπως ο Ναός της Αγίας Τριάδος Αγρινίου.
Η ΕΙΣΗΓΗΣΙΣ
Σεβασμιώτατε Ποιμενάρχα της θεοσώστου Μητροπόλεως Αιτωλίας
και Ακαρνανίας κ. Δαμασκηνέ, εντιμότατε Δήμαρχε Αγρινίου, σεβαστοί πατέρες,
αξιότιμοι βουλευταί του Ελληνικού Κοινοβουλίου και λοιποί εκλεκτοί
προσκεκλημένοι, εύχομαι η βοήθεια του Τιμίου Σταυρού και η ευλογία της Παναγίας
Ταταρνιωτίσσης να είναι πάντοτε μεθ’ υμών.
Η εδώ παρουσία μου σήμερον έγινε κατόπιν ευγενούς
προσκλήσεως του π. Ευαγγέλου Φεγγούλη, πρωτοπρεσβυτέρου και συγγραφέως του εν
λόγῳ βιβλίου, και θεώρησα καθήκον μου να παραστώ δια δύο λόγους.
Πρώτον, διότι γίνεται αναφορά εις την Μονήν Τατάρνης και εις πρόσωπα που είχον σχέσεις με την Ιστορικήν Μονήν, της οποίας η προσφορά εις τον Αγώνα, το Έθνος και την Εκκλησίαν υπήρξε διαχρονικώς τεραστία και καθοριστικής σημασίας.
Δεύτερον, γνωρίζω
τον π. Ευάγγελον από την εποχήν που ήρχετο μετά του πατρός του, επισκεπτόμενοι
τον μακαριστόν πλέον Ηγούμενον και δ΄ κτήτορα της Μονής π. Δοσίθεον, με σκοπόν
να πάρει την ευλογίαν και την συμμαρτυρίαν ίνα εισέλθη εις την ιερωσύνην,
πράγμα και το οποίον επέτυχε και ιδιαιτέρως σεμνύνεται δι’ αυτό.
Και ενώ εγνώριζον δια την πολυετή και ευδόκιμον διακονία του
εις την Μητρόπολιν Καρπενησίου, εξεπλάγην διττώς όταν με πληροφόρησεν ότι
ετοιμάζει ένα βιβλίον, σχετικόν με την επανάσταση του 1821, που αφορούσε την
περιοχή των Αγράφων αφ’ ενός, και αφ’ ετέρου εκλήθην εις την εδώ σήμερον
παρουσίασιν του εν λόγῳ βιβλίου, παρ’ ότι δεν είμαι ειδικός εις τούτο.
Παρ’ όλα ταύτα η μικρή εισήγηση μου, λόγω του περιορισμού του χρόνου, θα αναφερθεί εις τρία τινά: Πρώτον, παρατηρήσεις γενικώς περί του βιβλίου· δεύτερον, την αιτιολόγησιν της συμμετοχής της Εκκλησίας εις τον Αγώνα, που σαφώς υποδεικνύει ο τίτλος του βιβλίου· και τρίτον, την συμμετοχήν της Μονής Τατάρνης εις τον Αγώνα, τας αρνητικάς συνεπείας δια την Μονήν και ειδικότερα πως η κατάστασις εις Άγραφα την πρώτη δεκαετίαν του 19ου αιώνα (1801-1810) οδήγησαν τον Ηγούμενον Κυπριανόν, προς διασφάλισιν των σπουδαίων κειμηλίων της Μονής να κτίσει το Μετόχιον της Αγίας Τριάδος εις το τότε Βραχώριον, σημερινόν Αγρίνιον.
Πρώτον, όσον αφορά εις το βιβλίον, πρέπει να επισημανθεί ότι πρόκειται διά μίαν επετειακήν έκδοσιν, δια τα 200 χρόνια από την επανάστασιν του 21. Και μόνον η σύλληψις της ιδέας, να γραφεί κάτι σχετικόν με τα επαναστατημένα Άγραφα δείχνουν την αγάπη του συγγραφέως διά τον τόπον του και την τοπικήν ιστορίαν, και αυτόχρημα είναι επαινετέα. Δεύτερον, το ότι ο συγγραφεύς κατόρθωσε να περιλάβει εις το εκ τετρακοσίων σελίδων βιβλίο του, πρόσωπα, γεγονότα, μάχες, ήρωας και αγωνιστάς, Ιεράς Μονάς, λογίους Επισκόπους και Ηγουμένους και ότι άλλον σχετικόν, καταδεικνύει τον κόπον, την προσπάθειαν, το ενδιαφέρον και την ερευνητικήν διάθεσιν του συγγραφέως. Ακούγεται εύκολον να συγκεντρώσει τις τα στοιχεία διά συγγραφήν ενός βιβλίου, αλλ’ εις την πράξιν πολλάκις αποδεικνύεται δυσκατόρθωτον· ο π. Ευάγγελος το κατόρθωσεν.
Τρίτον, το υλικόν που συνέλεξεν, ότι στοιχεία βρήκε και κατέγραψε, φαίνεται ότι ετεκμηρίωσεν ταύτα, δι’ επαρκών βιβλιογραφικών πηγών. Και από αυτής της απόψεως το βιβλίο είναι αξιόλογον και αξιόπιστον. Και είναι αξιόπιστον ένα βιβλίον, μάλιστα ιστορικού περιεχομένου ως το υπό παρουσίασιν βιβλίον, όταν ερείδεται και πηγάζει από την σχετικήν προ αυτού τήδε κακείσε ευρισκομένην βιβλιογραφίαν, και φαίνεται ότι ο π. Ευάγγελος συνεκέντρωσεν, εμελέτησε, συνέκρινε και σοβαρώς έλαβεν υπ’ όψιν του.
Και μία τετάρτη παρατήρησις είναι ότι το παρόν βιβλίον, αποτελεί ένα σύγχρονον εγχειρίδιον ιστορικής φύσεως, περιέχον πλήθος ιστορικών πληροφοριών διά την επαναστατημένην περιοχήν των Αγράφων. Άρα αποτελεί μία σύγχρονον βιβλιογραφικήν πηγήν, την οποίαν και πρέπει να λάβουν υπ’ όψιν των και όσοι εις το μέλλον θελήσουν να ασχοληθούν με παρόμοια θέματα. Και αυτά μεν περί του βιβλίου, διότι ακολουθούν και άλλοι ομιληταί.
Και τώρα εισέρχομαι εις την αιτιολόγησιν της προσφοράς και συμβολής της Εκκλησίας εις τον αγώνα. Σήμερον ζώμεν εις μιαν εποχήν δημοκρατίας, ελευθερίας λόγων και πράξεων, ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ανεξαρτήτων Αρχών, δικαστηρίων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και αν θέλετε ακόμη εποχήν προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος και των ζώων ακόμη. Και αναφέρω τ’ ανωτέρω προς αντιδιαστολήν με την εποχήν της Τουρκοκρατίας, που δεν υπήρχαν ταύτα. Τότε «όλα τα σκιάζε η φοβέρα και τα πλάκωνε ἡ σκλαβιά». Τότε εις απέραντον Οθωμανικήν Αυτοκρατορίαν υπήρχον δυο υπέρταται αρχαί. Η μία του βασιλέως του Σουλτάνου, δηλαδή φύσεως απολυταρχικής, που τα πάντα να εξηρτώντο από τον αρχηγόν του κράτους, του Σουλτάνου δηλαδή.
Υπήρχε όμως και μια άλλη επίσης αρχή, πνευματικής και θρησκευτικής φύσεως, αυτή του Οικουμενικού Πατριαρχείου και του εκάστοτε Οικουμενικού Πατριάρχου, ως Αρχηγού του μιλετίου των Ορθοδόξων. Τα προνόμια που εδόθησαν υπό του Πορθητού Μωάμεθ μετά την άλωσιν, που θα έλεγε κανείς ότι ελειτούργησαν δια το υπόδουλον Έθνος ως οικονομία θεϊκή προς διάσωσίν του, διότι δεν τολμώ σήμερον να διανοηθώ αν θα υπήρχεν Ορθοδοξία και Ελληνισμός αν για τετρακόσια χρόνια είμεθα υπόδουλοι εις άλλους δυνάστας, και μάλιστα Χριστιανών της Δύσεως.
Εδώ πρέπει να διευκρινίσωμεν ότι οι υπόδουλοι Ορθόδοξοι ήσαν συγχρόνως και υπήκοοι του Σουλτάνου και ο εκάστοτε Πατριάρχης ήταν υπεύθυνος διά την συμπεριφοράν των απέναντι στη Σουλτανική εξουσία. Και τούτο διαπιστώθηκε, όταν εξερράγη η επανάστασις του 21, οι συνέπειες ήσαν άμεσες και οδυνηραί. Απαγχονισμός του Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε΄ και δολοφονία επισκόπων και κληρικών παντός βαθμού, και μοναχών. Καθ’ όλην την πολυχρόνιον δουλείαν η Εκκλησία επροστάτευσε τα τέκνα της, όπως η κλώσσα προστατεύει υπό τας πτέρυγάς της τα κλωσσόπουλά της.
Και οι πτέρυγες της Εκκλησίας ήσαν οι Ορθόδοξοι Ναοί Εκκλησιών και Μοναστηρίων που εκτός από τόποι Άγιοι και Ιεροί πού είναι, σύμφωνα με την Ορθόδοξον Θεολογίαν, ήταν δηλαδή ένα κομμάτι του Αγίου και ιερού μέσα εις τον κόσμον, και ένα κομμάτι του ουρανού εις την γην, ήταν συγχρόνως και τόποι ελευθερίας. Ήταν οι χώροι όπου οι πιστοί ζούσαν το αγαθόν της ελευθερίας, της επικοινωνίας, της αυτοσυνειδησίας ότι ήσαν Χριστιανοί και Έλληνες και κρατούσαν ζωντανή την ελπίδα της επιβιώσεως των. Ο σπουδαίος Άγγλος βυζαντινολόγος Στήβεν Ράνσιμαν εις το περισπούδαστον έργον του «Η Μεγάλη Εκκλησία εν αιχμαλωσίᾳ», όπου διαπραγματεύεται τον ρόλο του Πατριαρχείου κατά την Τουρκοκρατίαν, περιγράφει με μίαν φράσιν την αλήθειαν αυτήν, γράφοντας το εξής: «Αφού η Εκκλησία κατά την Τουρκοκρατίαν επιβίωσεν, το Έθνος δεν θα μπορούσε να πεθάνει». Και το Έθνος πράγματι επέζησε και ηλευθερώθη και διήνυσε 200 έτη Σταυρο-Αναστασίμου Πορείας. Τότε η λέξις Έλλην Ρωμηός σήμαινεν Ορθόδοξος Χριστιανός.
Έθνος και Εκκλησία εταυτίσθησαν και αυτό ήταν και η αιτία της σωτηρίας των. Και αυτά όσον αφορά την συμβολή της Εκκλησίας και του Πατριαρχείου. Εδώ θα ερμηνεύσωμεν πως έγινεν αυτή η προσφορά. Έγινε κυρίως μέσῳ των Σταυροπηγιακών Μονών. Μονών δηλαδή πού διοικούντο και υπήγοντο απ’ ευθείας εις το Πατριαρχείον. Κύριο προνόμιο τούτων ήτο η οικονομική ανεξαρτησία και ελευθερία, διότι ο ετήσιος φόρος που επλήρωναν εις το Πατριαρχείο ήτο συνήθως συμβολικός. Άρα οι Ηγούμενοι και οι προϊστάμενοι των Μονών είχαν την δυνατότητα βοηθείας εις τον Αγώνα.
Μία τοιαύτη Σταυροπηγιακή Μονή ήτο και η Μονή Τατάρνης, της περιοχής των Αγράφων. Εγένετο Σταυροπήγιον επί Πατριάρχου Διονυσίου του Β΄ το έτος 1556, επί Δαυίδ δευτέρου κτίτορος αυτής, που ήλθεν από την Μονήν του Αγίου Βησσαρίωνος περιοχής Πύλης Τρικάλων, μεέ προτροπήν και συνδρομήν οικονομικήν του Σκαρλάτου, πλουσίου Φαναριώτου με καταγωγήν από Άγραφα. Ως προϊστάμενος δημοσίων εσόδων Κωνσταντινουπόλεως, απεδείχθη μέγας ευεργέτης της Μονής, ως και οι κατόπιν απόγονοι του, πού ήταν η μεγάλη οικογένεια των Μαυροκορδάτων.
Οι ένδεκα δῃώσεις, και πυρπολήσεις της Μονής από του 1601 (Κίνημα Διονυσίου Φιλοσόφου) έως το 1821 Μάχη Τατάρνας, και 1823 Μάχη Σοβολάκου με συμμετοχήν της Μονής δεικνύουν ότι η Μονή διαχρονικώς προσέφερεν εις το Έθνος, και αφ’ ετέρου αποδεικνύουν το μένος των Τούρκων εναντίον της, διότι ότι εγίνετο εναντίον των Τούρκων εις Άγραφα η Μονή Τατάρνης εθεωρείτο a priori υπεύθυνος.
Και τώρα εισέρχομαι εις το τελευταίον μέρος της εισηγήσεως μου περιγράφοντας την κατάστασιν εις περιοχήν των Αγράφων την πρώτην δεκαετία του 19ου αιώνα 1801-1810, διότι υπήρξεν κομβικής σημασίας διά την Μονήν. Η κατάστασις εις Άγραφα, την εν λόγῳ περίοδον ήτο ζοφερά. Ο Αλή Πασάς καταδιώκοντας τον Σταυραετό των Αγράφων τον Κατσαντώνη, στέλνει αλλεπάλληλα αποσπάσματα Τουρκαλβανών, ρημάζει και καταστρέφει τα πάντα, πυρπολείται το 1804 η Μονή Τατάρνης, καταστρέφεται το Μετόχι της Μονής, Άγιος Αιμιλιανός το 1806, συλλαμβάνεται ο Κατσαντώνης το 1808, και θανατώνεται μαρτυρικώς εις Ιωάννινα.
Το 1809 στρατοπεδεύουν εντός της Μονής Τατάρνης 800 Τουρκαλβανοί με αρχηγούς τον Τελχά Φέζον και Τελχά Βρουκούλι. Οι πληροφορίες, προέρχονται, από δύο Επιστολές, του Ηγουμένου Γερμανού, πού διεδέχθη τον Κυπριανό, και κατήγετο από τον Άγιον Βλάσιον Παρακαμπυλίων, που βρίσκονται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους.
Ανάγνωσις των επιστολών. Αι επιστολαί που εγράφησαν από τον Ηγούμενον Γερμανόν, το έτος 1838 και απευθυνόταν προς τας Διοικήσεις Ευρυτανίας και Ακαρνανίας προς ενημέρωσίν των, ότι τα συμβολαιογραφικά έγγραφα, πού απεδείκνυον περιουσιακά στοιχεία της Μονής εις θέσεις «Πλαΐτσι Αφτέρι» εις περιοχήν Αγράφων άνωθεν του χωρίου Επαινιανά Αγράφων και εις τινά τοποθεσίας της Ακαρνανίας, έχουν απωλεσθή. Η αιτία της απώλειας ήταν, οι κλοπές των περιουσιακών εγγράφων, ως και σκευών, κειμηλίων και αμφίων, που έγιναν, από Τουρκαλβανούς, που είχαν μείνει εντός της Μονής το έτος 1809 επί εξάμηνον.
Παρατίθεται μέρος των επιστολών, διά του λόγου το αληθές. Πρώτη επιστολή προς την Διοίκησιν Ευρυτανίας 25 Απριλίου 1838, εν τω μετοχίω Άγιος Γεώργιος. «Αλλ’ εις το έτος 1809, με το να εφύγαμεν όλοι από το Μοναστήρι, εξ αιτίας των τότε ληστών, που ερήμωσαν όλο το μέρος εκείνο, και ελθών Οθωμανός τις ονομαζόμενος Τελχά Φέζος, με οκτακοσίους στρατιώτας, εκατοίκησεν ένδον του Μοναστηρίου και έφαγεν όλα τα εισοδήματα και με την φυγήν αυτού, ηρπάγησαν όλα τα εν τω Μοναστηρίῳ, κανδήλια, άμφια, έγγραφα, χρήζοντα του Μοναστηρίου εις πάσαν πραγματικήν περιουσίαν». Η δευτέρα επιστολή 25ης Ιουλίου 1838, προς την Διοίκησιν Ακαρνανίας. «Ο Ηγούμενος του διατηρουμένου Μοναστηρίου Τατάρνας ίνα θέσει υπ’ όψιν σας, ότι το έτος 1809, πασίδηλον εστίν ότι το ιερόν τούτο Μοναστήριον λεηλατήθη, παρά του τότε ηγεμονεύοντος Τελχά Βρουκόλι, όστις τύραννος ων και μη υποφέροντας οι πατέρες τας κακουργίας αυτού, αποχώρησαν ενταύθα, κατοίκησε δε αυτός με οκτακοσίους στρατιώτας, εις το Μοναστήριον, διήρπασεν όλα τα σκεύη και έγγραφα της Μονής».
Ο αείμνηστος Πάνος Βασιλείου Ιστοριοδίφης, εις το βιβλίον του, το Μοναστήρι της Τατάρνας, διασώζει προφορικήν συνομιλίαν του Δημήτρη Λουκόπουλου, έτος 1929, μετά του υπεργήρου πρώην Ηγουμένου Τατάρνης, Λεοντίου Κλειτσίκα (1906-1909), καταγομένου εκ Τρικλίνου Βάλτου, πρώην Πριάνζας, πρώην Καρυάς, σύμφωνα με την οποίαν το 1909, εχάθησαν πολλά σκεύη, βιβλία και περγαμηνές επιβεβαιώνει τα έγγραφα. Παρ’ όλην όμως την μεγάλην ζημίαν, που επροκάλεσεν ο Τελχά Φέζος, το 1809 εις την Μονήν, φαίνεται ότι οι πατέρες τα σπουδαιότερα των κειμηλίων, τα διέσωσαν, κρύβοντάς τα εις περιοχήν Παλαιοκάστρου της Τατάρνας, πλησίον του Μετοχίου, Άγιος Γεώργιος.
Επίσης ενθύμησις εις το οπισθόφυλλον Λειτουργικής Φυλλάδος, του 1594, μας πληροφορεί ότι «το 1810 Μαρτίου 14, ημέρα Β΄ (Δευτέρα δηλ. ηφέραμε τα ιερά σκεύη της Παναγίας Τετάρνης, εδώ εις το Βραχώρι». Μετεφέρθησαν δηλ. τα Κειμήλια εις Αγρίνιον. Πιθανότατα, τα κειμήλια τοποθετήθηκαν προσωρινώς εις την οικίαν του Επιτρόπου του Αγρινίου, Γαλάνη Μεγαπάνου, λόγω της φιλίας και γνωριμίας του με τον Ηγούμενον Κυπριανόν. Το ίδιον έτος, ο Γαλάνης Μεγαπάνος, αγοράζει 7 στρέμματα γης έξω της πόλεως του Βραχωρίου τότε. Διά την ακρίβεια συνενώθησαν δύο ιδιοκτησίαι αγροτεμαχίων όπου εκαλλιεργούντο ελιές και αμπέλι, και εις την κορυφήν της ιδιοκτησίας υπήρχον και ερείπια παλαιάς τινος Εκκλησίας.
Ο ίδιος, ο Μεγαπάνος το ίδιον έτος αφιερώνει την αγορασθείσαν γην, εις την Μονήν Τατάρνης, με σκοπόν να κτισθεί Εκκλησία και τοποθετηθούν εκεί τα Ιερά Κειμήλια της Μονής. Παραθέτομεν μέρος του αφιερωματικού Γράμματος του Γαλάνη Μεγαπάνου, προς την Μονήν, με ημερομηνίαν 29 Απριλίου 1810. Η αφιέρωσις γράφει: «Διά του παρόντος μου αφιερωματικού και αμετατρέπτου γράμματος, ομολογώ εγώ, ο Πάνος Γαλάνης, όπου τον τόπον, όπου έχω εν Βραχωρίῳ, ηγορασμένον, από τον Μεχμέταγα Πανόπουλον, όστις έχει ένδον εν αυτώ ίχνη παλαιάς τινος Εκκλησίας, αφιέρωσα εις την Ιεράν και σεβασμίαν Μονήν της Υπεραγίας Θεοτόκου, της Επιλεγομένης Τατάρνα, της κειμένης κατά τας των Αγράφων υπωρείας. Όθεν από της στιγμής ταύτης, αμεταθέτως, άπας ο τόπος ούτος είναι αφιέρωμα, αναπόσπαστον εις το εξής καθολικόν της Ιεράς αυτής Μονής. Ήτις Μονή από τούδε οικειοποιείται τον τόπον τούτον διά να οικοδομηθεί Εκκλησία, 1810, Απριλίου 29».
Ο ίδιος ο Μεγαπάνος, εξασφαλίζει «Μπουγιουρντί» ως «αγιανί βιλαετλή (επίτροπος) του Κάρλελι, στο Βραχώρι, Αγρίνιο δηλ.» του Αλή Πασά, πού γράφει. «Εγώ ο Βεζύρ Αλή Πασάς, δίδω το Μπουγιουρντί μου, του καλογήρου της Τατάρνας, διά να φτιάσει μίαν Εκκλησία, εις Μούλκι (ιδιοκτησία) όπου είχεν εις Βραχώρι, με ημερομηνίαν 1810 Μαΐου 8». Και αργότερον την 27ην Ιουνίου 1818, εκδίδεται «ταπίον», κάτι μεταξύ συμβολαίου και αδείας οικοδομής, υπό του Μέτο Μουσταφά, κατή του Βραχωρίου, δικαστού δηλ. πού γράφει: «Κατά την προσταγήν των Αυθεντών και κατά την επιθυμίαν του κατή, δίδω και εγώ το παρόν του Καλογέρου Ταταρνιώτου, του Ηγουμένου Κυπριανού, ότι έχει να φτιάσει, μίαν Εκκλησία εις το Βραχώρι, εκεί όπου εματάταν εις το παλαιοκκλήσι, πως κανένας δεν έχει να εναντιωθεί ούτε εις το παραμικρόν», και ούτω πως κτίζεται ο Ναός της Αγίας Τριάδος Αγρινίου, ως μετοχιακός Ναός της Μονής, το έτος 1818.
Τα ανωτέρω στοιχεία ελήφθησαν από τα (Γ.Α.Κ.) Γενικά Αρχεία του Κράτους. Επίσης εκ των (Γ.Α.Κ.) πληροφορούμεθα ότι ο Ναός, εκόστισεν 10.000 χιλ. γρόσια. Τα 8.500, εδόθησαν μετρητά και τα 1.500 εδανείσθη η Μονή, πρός αποπληρωμήν. Εκείνο πού δεν γνωρίζομεν είναι το πόσον εκόστισεν «η μουρασελή», η επιθυμία δηλαδή, του κατή, διότι έθος παρά τοις Οθωμανοίς να δίνεται (μπαξίς). Τώρα όσον αφορά του ποία και πόσα Ιερά Κειμήλια, εφυλάχθησαν εις τον Ναόν της Αγίας Τριάδος, το γνωρίζομεν από σωζόμενον κατάλογον απογραφής των μεταφερθέντων κειμηλίων, εις οπίσθιον σελίδα, του εκ Μοσχοβίας της Μεγάλης (Μόσχας δηλ.) προαναφερθέντος Λειτουργικού Κώδικος. Δωρεά προς την Μονήν του Αγίου Αρσενίου, πρώην Ελασώνος και Δομηνίκου και μετέπειτα επισκόπου Αρχαγγέλων της Ρωσίας, καταγομένου από τα Καλογριανά Καρδίτσης.
Εις τον κατάλογον περιλαμβάνονται σπάνιαι εικόναι, τίμιοι
σταυροί, επιτραχήλια, φελόνια, Άγια Δισκοπότηρα, εκ των οποίων 4 εκ Βενετίας
και εν του οσίου Ευγενίου του Αιτωλού, Ευαγγέλια και πιθανώς και η κανδήλα του ήρωος
Κατσαντώνη και ο Επιτάφιος του Σκαρλάτου και περίτεχνος σταυρός του Νικολάου
Βελισδονίτου, ιατρού και φίλου του αγίου Ευγενίου του Αιτωλού. Άξιον μνείας είναι
να αναφέρομεν, ότι εις την Μονήν διασώζεται έως σήμερον το πρώτον Ευαγγέλιον, της
Αγίας Τριάδος Αγρινίου, δωρεά του Κτήτορος Κυπριανού, φέρον την ιδιόχειρον αφιερωματικήν
επιγραφήν του ιδίου, ως εξής. «Ενετίησιν 1818, παρά Νικολάῳ Γλυκεί, τω εξ ΄ Ιωαννίνων.
Το παρόν και Άγιων Ευαγγέλιον, υπάρχει της Ιεράς Μονής
Τατάρνης κειμένω εν τω Ναω της Αγίας Τριάδος, τις γνωριζομένης ιδιοκτησίας τις ρηθείσης
Μονής. Την ια ’Ιανουαρίου 1824 εις Αγρινίῳ. Και τόδε συν άλλοις, Κυπριανού Ιερομονάχου
εκ Τατάρνης, Ηγούμενος της Ιεράς Μονής». Ἡ Ιστορία, του Μετοχίου της Ι.Μ.
Τατάρνης, Αγία Τριάς Αγρινίου, είναι μία «πονεμένη» ιστορία διά την Ι. Μονήν.
Μετά την απελευθέρωσιν εκ του Τουρκικου ζυγού, την σύστασιν του Νέου Ελληνικού
Βασιλείου 1830, και την συγχρόνως αυτοκεφαλίαν της Ελλαδικής Εκκλησίας, μία αρνητική
επίπτωσις ήτο διά Σταυροπηγιακάς Μονάς των ευρισκομένων εις Ελλάδα ἡ κατάργησις
των προνομίων των, δηλαδή η κατάργησις της προστασίας των υπό του Οικουμενικού
Πατριαρχείου, και ήρχισαν αμφισβητήσεις κυριότητος, κτημάτων, κτισμάτων Εκκλησιών,
Μετοχίων, των Σταυροπηγιακών Μονών. Ούτω πως αμφισβητήθη, η ιδιοκτησία της Μονής
Τατάρνης και τα δικαιώματά της επί του ανωτέρω Μετοχίου. Παρ’ όλα ταύτα, με απόφασιν
του Ιεροθέου, Μητροπολίτου Μεσολογγίου, της 24ης Μαΐου 1842, ο Ναός απεδώθη εις
την Ιεράν Μονήν, ερρυθμίσθη η λειτουργία του, τα έσοδά του ως έσοδα της μητρώας
Μονής, και ο κυρίαρχος Μητροπολίτης απλώς επεκύρωνεν τόν διορισμόν, των ιερέων
του Μετοχίου, που επρότεινεν η Μονή.
Παραθέτομεν μέρος της αποφάσεως του Μητροπολίτου Αιτωλίας καί Ακαρνανίας Ιεροθέου της 24ης Μαΐου 1842, του από Παροναξίας. «Μετά επισταμένη μελέτη, παρατηρούμεν, ότι ο εν Αγρινίω Ιερός Ναός, της Αγίας Τριάδος, κατά την ανωτέρω απόφασιν, της ως είρηται Β΄ (Βασιλικής) Γραμματείας επί των Εκκλησιαστικών, ως και κατά της οποίας ελάβομεν πληροφορίας παρ’ όλου του ιερουκλήρου καί παρ’ ολων των προκρίτων του τόπου τούτου υπάρχει αναφαίρετος ιδιοκτησία, της περί ης ο λόγος διατηρουμένης Μονής Τατάρνης... και συνεχίζει ἡ απόφασις. Ένεκα τούτων επικαλούμενοι, ευσεβάστως την απόφασιν της επί των Εκκλησιαστικών Β΄ (Βασιλικής) Γραμματείας και παραδεχόμενοι τα αποφασισθέντα παρ’ αυτής, συνομολογούμεν αποφασιστικώς, ότι ο μνησθείς εν Αγρινίῳ Ιερός Ναός της Αγίας Τριάδος, υπάρχει αναφαίρετος ιδιοκτησία της Ιεράς Μονής Τατάρνης, εις αιώνα τον άπαντα». Η απόφασις αύτη ετηρήθη μετά δυσκολιών έως του θανάτου του Γαλάνη Μεγαπάνου (1865) και μετά αρχίζει «η σκοτεινή περίοδος» διά το Μετόχιον της Αγίας Τριάδος,υπό την έννοιαν ότι η Ιερά Μονή Τατάρνης, δεν εχει στοιχεία, όσον αφορά την μεταβολήν του ιδιοκτησιακού καθεστώτος του Μετοχίου.
Εκείνο πού ημπορεί κανείς να υποθέσει, είναι ότι πολιτικαί πιέσεις επιθυμία κυριάρχων επισκόπων Μεσολογγίου, απόστασις του Μετοχίου από της Ιεράς Μονής, έλλειψις καταλλήλων προσώπων, ιερέων και μοναχών δι’ επάνδρωσιν του Μετοχίου κυρίως όμως η κατάργησις, των προνομίων και της Σταυροπηγιακής αξίας, λόγῳ του Αυτοκέφαλου, πού πλέον κυρίαρχον λόγον είχεν ο επιχώριος Μητροπολίτης, έκανεν ώστε να χαθεί το Μετόχιον δια την Ιεράν Μονήν. Η σπουδαιότης του Μετοχίου φαίνεται σήμερον, μετά διακόσια χρόνια της ιδρύσεώς του. «Το αμπέλι και το Λιοστάσι των επτά στρεμμάτων του 1810», σήμερον είναι ο μεγάλος αύλειος χώρος ενός περικαλλούς Ναού, εις την καλυτέραν συνοικίαν του Αγρινίου και η Εκκλησία όχι μόνον δεσπόζει εις την Κορυφήν αλλ’ είναι και πολύφερνος νύμφη, και ο νοών νοείτω.
Εκείνο σήμερον που έχει σημασίαν είναι ότι ο Ναός που έκτισεν ο Ηγούμενος Τατάρνης Κυπριανός με την συνδρομήν του Επιτρόπου του Αγρινίου, Γαλάνη Μεγαπάνου, υπάρχει έως σήμερον και υμνείται ο εν Τριάδι Θεός, όπερ και το σπουδαιότερον, και ιδιαιτέραν τιμήν περιποιεί εις την Μονήν Τατάρνης. Η σιγή βεβαίως και το πέπλον μυστηρίου, περί του ιδιοκτησιακού καθεστώτος του πρώην Μετοχίου επιμελώς διατηρείται. Όταν όμως τις διερευνήσει τας απαρχάς και τον λόγον υπάρξεως και οικοδομής του Μετοχικού Ναού, ως ο υποφαινόμενος, με την ευκαιρίαν των διακοσίων χρόνων, απ’ την Επανάστασιν του 1821 γίνεται πλέον και εμφανές, ότι η αλήθεια περί της Αγίας Τριάδος Αγρινίου, ευρίσκεται εις τα προμνησθέντα έγγραφα, της δευτέρας δεκαετίας του δεκάτου ενάτου αιώνος και την απόφασιν του Μητροπολίτου Μεσολογγίου του 1842.
Τα υπάρχοντα έγγραφα, αφιέρωσις του οικοπέδου υπό του Μεγαπάνου, το Μπουγιουρντί (διαταγή) του Βεζύρ Αλή Πασά των Ἰωαννίνων με την μεσολάβησιν (του αγιανί Βιλαετλή) Επιτρόπου του Αγρινίου Μεγαπάνου, την απόφασιν του Καδή-δικαστή του Αγρινίου Μετο-Μουσταφά του 1818, και τέλος την απόφασιν του Μητροπολίτου Μεσολογγίου Ιεροθέου, του από παροναξίας, της 24ης Μαΐου 1842, η οποία αποφασιστικώς και με την σύμφωνον γνώμην της Βασιλικής Γραμματείας, του υπουργείου Εκκλησιαστικών και με την σύμφωνον γνώμην των προκρίτων του Ἀγρινίου, των Ιερέων και του λαού, κηρύσσεται επισήμως η Αγία Τριάς Βραχωρίου ως ιδιοκτησία της Ιεράς Μονής Τατάρνης των Αγράφων, εις τον αιώνα τον άπαντα.
Όλα αυτά τα έγγραφα και οι αποφάσεις, ως άλλοι λίθοι κράζουν την αλήθειαν, περί της ιδιοκτησίας της Μονής κατά το γραφικόν «και οι λίθοι κεκράξονται». Τελειώνων, τη μικρή εισήγησή μου, ευχαριστώ όλους Υμάς διά την ευγενή προσοχή σας και τον π. Ευάγγελον ιδιαιτέρως, διότι μου έδωσεν την ευκαιρίαν μέσῳ του βιβλίου του, να ομιλήσω δι’ ολίγων, διά την προσφοράν της Μονής Τατάρνης εις το Έθνος και την Εκκλησία. Η οποία Μονή επί 190 χρόνια (1833-2023) ευρέθη υπό διαφορετικές Εκκλησιαστικές Διοικήσεις, το πρώτον υπό την διοίκησιν Μητροπόλεως Αιτωλίας και Ακαρνανίας, το δεύτερον υπό την διοίκησιν Ναυπακτίας και Ευρυτανίας, και νυν υπό την διοίκησιν της Μητροπόλεως Καρπενησίου συνεχίζουσα την πορείαν της εις τον ιστορικόν χρόνον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου