Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τετάρτη 27 Απριλίου 2016

Γεώργιος Καραϊσκάκης - 189 χρόνια από το θάνατό του

Σύγχρονοι Έλληνες ποιητές  υμνούν τον ελευθερωτή της Ελλάδας,  « το γιό της καλογριάς» ,  τον τελευταίο Αρματολό των Αγράφων, τον θριαμβευτή της Αράχωβας….  Εμβληματική ποιητική σύνθεση του ποιητή Πάνου Κυπαρίσση,  με τίτλο «ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗΣ-ΔΕΙΛΙΝΟ ΚΑΙ ΜΑΥΡΟ ΦΩΣ» κυκλοφόρησε  τον Ιούλιο του 2015,  σε συλλεκτική έκδοση (120 αντίτυπα)  από τις εκδόσεις ΔΙΑΤΤΩΝ, σε επιμέλεια του Νίκου Βοζίκη.

(Του Hλία Α. Μπουμπουρή. eliasb56@otenet.gr)



ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ – ΔΕΙΛΙΝΟ ΚΑΙ ΜΑΥΡΟ ΦΩΣ

.Χορεύει η ζωή με το θάνατο ταίρι
γεμίζουν νύχτα, μάτια, ψυχές και κορμιά
με μάχιμα νύχια στο πύρινο χέρι
της πατρίδας κοιτούν να σπάσουν μαύρα δεσμά

Πικροί, άφωνοι κι ασάλευτοι χρόνια
γυμνοί, άτολμοι στης σκλαβιάς το μαράζι
κι η αρκούδα διψώντας αίμα στα χιόνια
θαρρεί πως η πείνα το σκοπό της αγιάζει

Δεν μπορούν στη γη να σταθούν, να πατήσουν
κατεβαίνουν στον Άδη γέροι, γυναίκες, παιδιά
μένουν λίγοι να μετρηθούν, να μετρήσουν
τόση μαύρη του μαύρου θανάτου σκλαβιά

Με το φαρμάκι χρόνια στα στήθεια
γέρνουν με σκυμμένη κι άμοιρη κεφαλή
πάντα δύσκολη βρίσκεις βοήθεια
όταν σιδερένιο το πέλμα πάντα πατεί

Χάνονται χωρίς να μπορούν να πενθήσουν
κι έρχονται πίσω και πλάι δύστυχοι άλλοι
προσδοκώντας πάλι μαζί να νικήσουν
και λυγίζουν στης γης το χλωρό προσκεφάλι

Μυριάδες νεκροί μαζί πλαγιασμένοι
σαν το στάχυ που κόβει δεινός θεριστής
έτσι άδικα πέφτουν όλοι σφαγμένοι
σκεπάζοντας χώμα και χλόη ζωής

Σαλαμίνες, Πλαταιές, Μαραθώνες
πένθη και δόξες τη μνήμη τους θρέφουν
στο ντουφέκι μετά από τόσους αιώνες
σκύβουν, όρκο παίρνουν κι αντέχουν

Πέφτουν λιοντάρια στη φωτιά και στη μάχη
την αυγή με σπαθί πολεμούν ν’ αναστήσουν
αγρίμια στα βουνά, στις ράχες, στα δάση
ζωντανό γυρισμό της νίκης να στήσουν

Μες στο αίμα, στο βρεγμένο τους βλέμμα
μια παλεύουν ν’ ανοίξουν δύσκολες θύρες
μια γυρίζουν και κοιτούν προς τα ξένα
ρωτώντας «τι σού ’ταξαν και τι πήρες;»

Κι ήρθαν φίλοι ακάλεστοι για βοήθεια
μιλώντας γλώσσες και γλώσσες ζεστές
ανάσα στα πικραμένα τους στήθεια
ξένοι από χώρες στο δίκιο πιστές

Η αλήθεια στης σιωπής βαθειά το πηγάδι
μα του αγώνα το δίκιο σκυφτό δε θα μείνει
καθώς ο ήλιος τρυπά το μαύρο σκοτάδι
και στο δρόμο η καυτή του η φλόγα δε σβήνει

Ντυμένες με νύχτα, βουβές σπαράζουν οι μάνες
σκίζουν με νύχια στήθεια και μάγουλα κρύα
πάνω στων νεκρών τους παιδιών τις μαύρες ορφάνιες σε κουρέλια και σάβανα γράφουν τυφλή ιστορία

Μες στην οδύνη αντικρίζουν το θάμα
με ψυχή και σάρκα ώς το τέλος δοσμένη
μ’ ασίγαστο πάθος σηκώνουν το τάμα
για μια λευτεριά που στην άκρη προσμένει

Στη σιωπή των παιδιών που πεινούν
ζητώντας ψωμί με τρεμάμενο χέρι
εκεί ματώνουν μεμιάς και χυμούν
να κλέψουν κοφτερό του Χάρου μαχαίρι

Με το φεγγάρι ψηλά να χαράζει
τρόπους και δρόμους στης νύχτας τ’ άγνωστα βάθη
με τον ήλιο φωλιές προδοτών να τρομάζει
να τάζει των δειλών αφεύγατα πάθη

Εκεί που ο Χάρος να βρει πολεμάει δικά του βιολιά
χορεύουν φεγγάρια σωρό παλικάρια, να σηκωθεί
ν’ ανοίξει στα βόλια τ’ ανίκητα στήθη ξανθή λευτεριά
κι από του τάφου σιωπή να βλαστήσει πάλι ζωή

Κι ήρθες με το σπαθί σου έξω απ’ τη θήκη
περνώντας βουβός πάνω απ’ το αίμα
τη συμφορά, ερημιά κι άσωστη φρίκη
με τη φωτιά ν’ ανάβει στο βλέμμα

Πέφτ’ η ματιά σου σαν ήλιος παντού
φωτίζει χρυσό χωράφι τη μνήμη
ν’ ανθίσει δόξας στεφάνι στο νου
αμάραντο κι άχραντο ν’ απομείνει

Εσύ, μιας μοναχής μάνας γιός
πήρες στην πλάτη τη μαύρη πατρίδα
της τιμής μόνον σκλάβος πιστός
λιοντάρι τέτοιο άλλο δεν είδα

Της μάνας που γέννησε αγρίμι στα δάση
με το φεγγάρι στα λευκά της λαγόνια
κεραυνό και φωτιά για ν’ ανάψει, να κάψει
τη νύχτα που βαστούσε χρόνια και χιόνια

Με τον πατέρα στα εμφύλια πάθη
με δικούς και εχθρούς κρεμασμένους
στα σκληρά κι ορεινά χέρσα πλάτη
δετούς κι άλλους στο χώμα πεσμένους

Φοβερός, πιστός, λαμπρός και γενναίος
ρίχνεις το σπόρο στο ξερό πάνω χώμα
να σηκώσεις ελπίδας βλαστό μες στο δέος
στης σκλαβιάς της σκληρής τον μαύρο αιώνα

Και έρχεται ο φόβος, πλάνος, κακούργος
να σε δειλιάσει με θολή τη φωνή
κι όπως τό ’χει συνήθεια νά ’ναι πανούργος
στέκει μπροστά σου να ρωτήσει, να πει:

«Τι θέλεις εσύ μες στη νύχτα τη μαύρη
τι θέλεις σε τούτα τα μαύρα νερά;
Σε τόση στάχτη η ψυχή σου τι νά ’βρει,
με τόσους θανάτους ποιά νά ’βρει χαρά;»

Γέλασες με τα δόντια στον ήλιο πετράδια
να λάμπουν απ’ τη μιά τους μεριά ώς την άλλη
και πλάι ο φόβος με τα μάτια του άδεια
στης λεβεντιάς σου την τόση σπατάλη

Μετάλαβες θάνατο και βγήκες στ’ αλώνι
με πυρετό να σου καίει βαθειά το κορμί
δίχως πίστη στης μάχης αυτής το αμόνι
και φάνηκε με μιάς να σε παίρνει η σιωπή

Βγήκες στο φως άρρωστος, μαύρος αητός
κοιτώντας τη θάλασσα ώς πού φτάνει το μάτι
στις αποφάσεις των άλλων ήρθες πάλι πιστός
να κρατήσεις της τιμής και της δόξας τ’ αδράχτι

Κι εκεί, στη δοτή των δικών σου την όχθη
φανερή στων εχθρών σου τ’ άγριο μάτι
που της βλέπουν γυμνή κάθε της κόχη
ρίχνουν παντού τα σκυλιά το φαρμάκι

Κατέβηκες σαν τον άγιο στη μάχη
χλωμός, γλυκός και ωραίος στην όψη
σπάζοντας κάθε προδότη τη ράχη
με του σπαθιού σου τη δίκαιη κόψη

Κι από προδότη πέφτεις το βόλι
που χάνετ’ ευθύς κρυφά μες στο πλήθος,
στου Χάρου τ’ άσωστο περιβόλι
νεκρό σ’ αφήνουν κι ανάβει ο μύθος

Μαθητές του θανάτου πια τώρα
πληρωμένοι με λύτρα, χωράφια και σπίτια
οπλισμένοι στην άδικη ώρα
ανάξια βάζουν στους ώμους μαύρα σειρίτια

Δεν μπορούν να νίψουν το χέρι
απ’ της ζωής την κλωστή πού ’χουν κόψει
δειλοί, με βόλι δίχως μαχαίρι
με μιάς σβήνοντας την άγια σου όψη

Έγειρες με την πληγή ν’ ανοίγει μηλιά
με άνθη γλώσσα και στόμα να πει:
«Ποτίστε του δέντρου τη ρίζα βαθειά
με νάμα και μ’ αίμα να βγουν οι καρποί»

Κάθε λέξη, χίλιες λέξεις γεννάει
κάθε βόλι, χίλια βόλια μετράει
θροΐζει της λευτεριάς τ’ ανήλικο δέντρο, ριγάει
ανεβαίνει ψηλά με θυμό στο γαλάζιο, μεθάει

 Ο Πάνος Κυπαρίσσης γεννήθηκε στην οξυά Ιωαννίνων  Σπούδασε Μαθηματικά και Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και Θέατρο στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης – Κάρολος Κουν.Ηθοποιός και σκηνοθέτης στο θέατρο, στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο. Εργάστηκε ως  καθηγητής Φιλολγίας και Μαθηματικών στη Μέση Εκπαίδευση για μια δεκαετία. Έπίσης, για μια οκταετία, ως καθηγητής Υποκριτικής στις δραματικές σχολές “Βεάκη”, “Νέο Ελληνικό Θέατρο - Γιώργου Αρμένη” και “Δήλος – Δήμητρα Χατούπη”. Ως ηθοποιός στο θέατρο, έχει συμμετάσχει στις ακόλουθες παραστάσεις: Την περίοδο 1968-1971, στο Θέατρο Τέχνης, Οιδίπους Τύραννος Σοφοκλή, σε σκηνοθεσία Κ. Κουν, Με το Ίδιο Μέτρο Ουίλιαμ Σαίξπηρ, σε σκηνοθεσία Κ. Κουν, Βόυτσεκ Μπύχνερ, σε σκηνοθεσία Κ. Κουν, Δράκος Εβγκένι Σβαρτς, σε σκηνοθεσία Γ. Λαζάνη. Στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας, στις παραστάσεις Η Δίκη των Έξι, διασκευή - σκηνοθεσία Γ. Μιχαηλίδη, 1975, Το Κρανίο Ν. Χικμέτ, σε σκηνοθεσία Πάνου Κυπαρίσση, 1977. Στο Θέατρο ΕντοπίαΝτράκιουλα, διασκευή - σκηνοθεσία Απ. Δοξιάδη, 1978 και Μπίνγκο Ε. Μποντ, σε σκηνοθεσία Απ. Δοξιάδη, 1979. Ως ηθοποιός στον κινηματογράφο έχει εμφανιστεί στις ταινίες Ερατώ Μ. Νεοκλέους, 1975, Διαδικασία Δημήτρης Θέος, 1976. Στην τηλεόραση, στο έργο Το Σπιτικό Μας Αλέξης Δαμιανός και σκηνοθεσία Γιώργος Μασσαλάς, 1980 και στις σειρές Ο Μεγάλος Ξεσηκωμός Γιώργος Σκαλενάκης, 1977, Έρωτας κι Επανάσταση Β. Ανδρεόπουλος, 1978. Έχει πραγματοποιήσει ατομικές εκθέσεις γλυπτικής και ζωγραφικής στην γκαλερί “Έωθεν” (1989), στην αίθουσα τέχνης “ALBA” (1994), στην αίθουσα τέχνης του Ελληνογαλλικού Συνδέσμου (1998, 2005), στις αίθουσες της ΕΠ.Α.Σ.Κ.Τ (2004), στοΙστορικό Αρχείο - Μουσείο Ύδρας (2005) και έχει συμμετάσχει σε διάφορες ομαδικές. Γράφει ποίηση, δοκίμιο και μεταφράζει θεατρικά κείμενα. Έχει συνεργαστεί με τα περιοδικά: Η Λέξη, Πλανόδιον, Ποίηση, Τα Ποιητικά, Νέο Επίπεδο, Τεχνοπαίγνιον, Πόρφυρας, Οδός Πανός, Παραλλάξ, Αλφειός, Πάροδος, Ελλέβορος, Σχεδία, Οροπέδιον, Ακτή κ.α. Κείμενά του έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, Γαλλικά, Ιταλικά, Γερμανικά, Ισπανικά, Βουλγαρικά και Τσεχικά. Το 2014 βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης   για το σύνολο του έργου του.

Σ.Σ: Ευχαριστούμε τον  ποιητή Πάνο  Κυπαρίσση για τη γενναιόδωρη προσφορά του βιβλίου του και την άδεια για τη δημοσίευση του ποιήματος  στον «Ευρυτανικό Παλμό» Αθήνα 25 , Απριλίου 2016

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...