Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Πέμπτη 26 Μαρτίου 2020

Υδρόμυλοι και μυλωνάδες τα παλιά τα χρόνια στα χωριά του Κρικεκολοπόταμου Ευρυτανίας - Γράφει ο Θαν. Γιαννακόπουλος


Οι υδρόμυλοι ή μύλοι ήταν οι βιοτεχνίες και τα εργαστήρια του κάθε χωριού τόσο στη διάρκειατης Τουρκοκρατίας όσο και μετά την απελευθέρωση. Έφθασε η χρήση τους και η ωφελιμότητα  τους  και μετά τον εμφύλιο πόλεμο. Χωρίς μύλο δεν υπήρχε αλεύρι και ψωμί στο χωριό. Τα χωριά Ψιανά, Σέλιτσα, Ρωσκά, Δολιανά, Βύθισμα , Δομνίστα, Κρίκελο είχαν από ένα, δύο ή τρείς μύλους, το καθένα.

Γενικά οι μύλοι ήταν παραποτάμιοι, κοντά στις λεγόμενες  λογγές και ο καθένας είχε το δικό νερό  ήταν χειμωνιάτικοι ή καλοκαιριανοί ανάλογα με το νερό που υπήρχε στο ποτάμι. Σημειώνεται ότι μύλος ήταν ιδιοκτησίας της κοινότητας (Ψιανά) ή της εκκλησίας. Η λειτουργία του χωριανού γινόταν με πλειοδότη μετά από πλειστηριασμό. Ο πλειοδότης έπαιρνε το μύλο για ένα χρονικό διάστημα,  και η πληρωμή γινόταν με καλαλμπόκι, σιτάρι ή σπανιώτερα με χρήματα. Δυστυχώς σήμερα δεν υπάρχουν ,παρά μόνο ένας ,του Φαρμάκη., στη γέφυρα Δομνίστας-Κρικέλου  και χρησιμεύει περισσότερο για θύμηση των παλιών αναμνήσεων ιστορίες, παροιμίες κτλ. 
Ο Μύλος των Ψιανών το Καλοκαίρι δεν είχε άφθονο νερό. ‘Ετσι  τις δουλειές αναλάμβαναν ο μύλος του Τσούνη  που βρισκόταν στο ποτάμι κοντά στη Μαρίνο και κυρίως ο μύλος του Παππαδή ,που αγοράστηκε από τον Φώλο. Ο Μύλος αυτός, είχε πολύ νερό, αλλά δύσκολη δέση. Με την πρώτη κατεβασιά κόβηκαν το νερό στη δέση. Θυμάμαι ότι βοηθούσε σχεδόν όλο το χωριό μαζί και εμείς τα παιδιά, όταν από κάποια κατεβασιά του καλοκαιριού χαλούσε τη δέση. Ο μύλος το Παπαπδή είχε νεροτροβιά και μαδάνια.  
Ήταν το απαραίτητο συμπλήρωμα- εργαστήριο για τα υφαντά των βλάχων της περιοχής. Ακόμη, και για τα δίμητα  ρούχα  των κτηνοτρόφων και τα μπουραζάνια, των γερόντων.  Μπροστά από το μύλο υπήρχε και μικρή λογγά. Ποιο κάτω υπήρχε ο μύλος του Τσέλιου  από τα Σέλιτσα ,κοντά στη γέφυρα  των Ψιανών..Ο μύλος αυτός μετά τον εμφύλιο δεν λειτούργησε ξανά..Υπήρξε ο  τόπος συνάντησης Ψιανιωτών και Σελιτσιωτών, εκεί μοιραζόναν ο δρόμος μεραξύ Ψιανών και Σέλιτστων.
Ο μυλωνάς "κόβει"  με το πρόχειρο φράγμα "δέση" το ποτάμι και τ' αναγκάζει ν" ακολουθήσει στη διπλανή πλαγιά (όχτο) το "μυραύλακο" που έχει κάποια κλίση για ομαλή ροή του νερού. Στο σημείο που η κοίτη του ρέματος απείχε 5 με 10 ή 15 μέτρα από το αυλάκι και είχε την κατάλληλη κρέμαση χτιζόταν  κατά το παραδοσιακό τρόπο  ο νερόμυλος.. Στο πίσω μέρος του μύλου έμπαινε η  "καλάνη" κωνικής κατασκευής τοποθετημένης ανάποδα (το πλατύ μέρος επάνω). Ήταν καμωμένη από ξύλινες δούγες από καστανιά ύψος 5 μέτρων και δεμένη με ανθεκτικά στεφάνια από λαμαρίνες (καμιά φορά και ξύλινα στεφάνια).
Το στενόμερο κάτω μέρος κατέληγε στο στόμιο (σιφούνι ή σφούνι) διαμέτρου 5 εκατοστών περίπου. Το στόμιο αυτό μπορούσε να μικρύνει ή να μεγαλώσει σύμφωνα με τη παροχή νερού. Το εξερχόμενο έπεφτε στα πτερύγια της φτερωτής που ήταν οριζόντια και την περιέστρεφε ανάλογα με τη δύναμη του νερού.  
Η φτερωτή βρισκόταν στο υπόσκαφο "ζοριό". Το νερό μετά τη φτερωτή, πήγαινε για πότισμα στη  στη λογγά ή  σε άλλα αυλάκια. Ο άξονας της φτερωτής περνούσε το πρώτο πάτωμα και την κάτω μόνιμη μυλόπετρα και μ' ένα οριζόντιο σίδερο "χελιδόνα" περιέστρεφε την πάνω μυλόπετρα, την οποία μπορούσες ν' ανεβοκατεβάσεις και να κόψεις το άλεσμα ψιλό ή χονδρό. Πάνω από τη μυλόπετρα αιωρείτο η κάσα, πυραμικού σχεδίου, όπου έμπαινε το καλαμπόκι ή το σιτάρι. Κάτω από αυτό ήταν το "καρίκι" μια μικρή κασούλα όπου έμπαινε το άλεσμα και με ένα σιγανό περα-δώθε κούνημα έπεφτε πάλι στην τρύπα της πάνω πέτρας και τριβόταν ανάμεσα στις δυο πέτρες, γινόταν αλεύρι και έπεφτε στην αλευροδόχη και μέσα στο σακί που ήταν από κάτω.

Όλος ο μηχανισμός έκανε ένα ρυθμικό θόρυβο έτσι ώστε ο μυλωνάς μπορούσε να αποκοιμηθεί. Είχε όμως το ξυπνητήρι του, τα "βαρδάρια". Στον πάτω της ανάποδης σκάφης ήταν ένα περασμένο οριζόντιο σχοινί. Δυο μεταλλικά ή ξύλινα βρονταλίδια-κλακέτες κρέμονταν. Το σχοινί εκοίλιαζε από το βάρος του γεννήματος και σήκωναν το βρονταλίδια. ¨Οταν τελείωνε το άλεσμα, το σχοινί τέντωνε και άγγιζαν την περιστρεφόμενη πέτρα, και έκαμαν φοβερό σαματά που μπορούσε να τρομάξει και κουφό. Ο μυλωνάς ξύπναγε και ετοίμαζε νέο φορτίο. Ο μύλος απαιτούσε τακτική συντήρηση και προσοχή. Πολλά πράγματα μπορούσαν να συμβούν π.χ. λιγόστεμα νερού και άλλα. Κάθε τόσο έπρεπε να αναποδογυρίσει την πάνω μυλόπετρα και να τις σφυριλατίσει και τις δυο.

Οι κάτοικοι της περιοχής έφερναν το άλεσμα με το γαϊδουράκι, μουλάρι ή ζαλίγκα. Ο μυλωνάς το ζύγιζε και έπαιρνε την αμοιβή του, το "ξάι" σε είδος. Υπήρχαν πολλοί μυλωνάδες στο χωριό: Ο Βαγγέλης Φώλος ,ο αδελφός του Γιάννης Φώλος,,Ο Γιώτγος Κατσαρος που συνήθως  ήταν ο Μυλωνάς στο χωριανό, Ο μύλος δεν είχε φούριες (πολύ δουλειά) και βίαση. Κάθε άλεσμα έπαιρνε περίπου 2-3 ώρες. Γι αυτό είχε πολλές ελευθερίες ο μυλωνάς. Έτσι που να χαίρεται μακάριος και αμέριμνος τον ύπνο του δικαίου.
Ο ρυθμός τον νανούριζε. 'λλος πάλι, όπως ο πατέρας μου, χρησιμοποιούσε αυτό το χρόνο για να κάνει και δεύτερη εργασία. Ο πατέρας μου έραβε κανένα κοστούμι από σκουτί ή καμιά κάπα με σειρίτια και γαϊτάνια. Αλλά τα "βαρδάρια" ήταν εκεί και τον ξυπνούσαν ή τον ειδοποιούσαν ότι το άλεσμα τελείωσε και πρέπει να ρίξει και άλλο. Αν δεν είχαν δουλειά οι μυλωνάδες διηγούνταν λαϊκές ιστορίες. Ιστορίες παλιές για τις νεράιδες και τις ξωθιές που έρχονται κάποτε τις νύχτες και κονεύουν στην καλάνη, στη φτερωτή και στο "ζόριο" του μύλου, όπως επίσης στις κουφάλες των πλατανιών. Τις νύχτες του "δωδεκαημέρου" γίνονταν στην ποταμιά οι μεγάλες συγκεντρώσεις των καλλικαντζάρων και των παγανών. Ο μύλος είχε ένα μικρό δωματιάκι με τζάκι σανιδένιο κρεβατάκι. Εκεί έφτιανε τακτικά "καραμποκοκούκι" (χαμοκούκι) και φασουλάδα στο τσουκάλι. Ένα κανδηλάκι φώτιζε το εσωτερικό του μύλου και κάπου η εφεδρική γκαλολάμπα. Τον περισσότερο καιρό ήταν μοναξιά στον μύλο. Αλλά όταν έρχονταν πελάτες υπήρχαν συζητήσεις για πολιτικά, κοινωνικά, προξενιά και κουτσομπολιά.
Χάθηκε για πάντα η παραδοσιακή γραφικότητα των νερόμυλων μαζί με τα παράλληλα εγχώρια εργαστήρια τα "μαντάνια" και τις "νεροτροβιές"..

Ελάχιστοι νερόμυλοι σώζονται σήμερα και ελάχιστα είναι τα αλέσματα που φέρνουν σ΄αυτούς. Ένας σώζεται ακόμα στη Φραγκίστα. Αξίζει τον κόπο να τον επισκεφθεί κάποιος. Ακόμη εκεί που σήμερα είναι τοα πανταβρέχει παλιότερα υπήρχε μύλος και τα αλέσματα περνούσαν από της Ρωσκάς την πλευρά  με καρέλι.Το καρέλι ακόμη ,ότι απέμενε υπάρχει.Επίσης χωρίς κανένα  σημάδι υπάρχει η τοποθεσία Παλιόμυλος μεταξύ Παλιοχωρίου και Ψιανών,ενώ κοντά στο Καλιφώνι  στη γέφυρα της Στενής υπήρχε μύλος και απέξω μια μουριά,εκεί πάνω στη μουριά  υπήρχε κρεβάτι για κοιμούνταν όσοι πηγαίνανε να αλέσουν. Καποιο βράδυ  έπεσε μια πέτρα από τον απέναντι βράχο και σκότωσε εκείνον που κοιμούνταν. Δυστυχώς δεν θυμάμαι το ονομά του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...