Τότε, στα παλιά τα χρόνια ,οι κάτοικοι περνούσαν το ποτάμι με πρόχειρα ξυλογέφυρα ή με διάφορα επινοήματα, όπως καρέλια κτλ. Τα ξυλογέφυρα γινόταν από κορμούς δένδρων, «Πλάτανος, Ελατος»
στο πιο στενό μέρος του ποταμιού και κρατούσε
μέχρι να κατεβάσει το ποτάμι.
Στην Καστανιά υπήρχε
ένα πρόχειρο ξυλογέφυρο που οι κάτοικοι το ονόμαζαν «παλιοσχκιάχτη». Ήταν
όνομα και πράγμα. Χαρακτηριστική είναι η αφήγηση που περιγράφει την αγωνία των κατοίκων του χωριού Δολιανά
της σημερινής Στουρνάρας, να στήσουν ένα
τέτοιο γεφύρι. Το γεφύρι αυτό λεγόταν Κακογέφυρο ,ενώ κάτω από την Κοντίβα
ήταν ο Παλιοσκιάρτης. Και τα δυο αυτά
γεφύρια είχαν ύψος πάνω από 100 μέτρα από τη κοίτη του ποταμού. Τα γεφύρια ήταν
σχεδόν απρόσιτα για το σύνολο. Μπορούσαν
να περάσουν εκείνοι που δεν ζαλίζονταν. Το Κακογέφυρο ήταν εκεί που σήμερα
είναι ο μεγάλος καταρράκτης του Πανταβρέχει.
Το έτος 1920 ο εμπειροτέχνης Κων. Γιαννακόπουλος ή Γιολδάσης από τα Ψιανά πήγε και μελέτησε το μέρος
μαζί με τον μακαρίτη Γιάννη
Ντουφεκιά και έβγαλαν απόφαση πως σε
στενό μέρος ,21 μέτρα, και ύψος 24 μέτρα από την κοίτη του ποταμού μπορούσαν να φτιάξουν καλό γεφύρι ,τέτοιο που να περνούν και τα
ζώα. Ο Αθ. Βράχας γράφει ότι είχε
κατασκευασθεί ξύλινη γέφυρα μεταξύ Στουρνάρας και Ρωσκάς με τη συνδρομή και των κατοίκων της Ρωσκάς κατά το 1920. Κατόπιν
σάπισαν τα ξύλα και έγινε ετοιμόρροπο.
Επισκευάσθηκε πολλές
φορές. Το σημερινό γεφύρι έγινε από τον Ανδρέα Χάσκο, δολιανίτη. Αυτός έκαμε σχέδιο
και μελέτη διάλεξε την τοποθεσία του
ποταμού και έγραψε τα υλικά που χρειαζόταν. Σήμερα στηρίζεται σε σύρματα που στηρίζονται σε λοστούς δώρο του Δ.Μακρή .Τα σύρματα τα χρησιμοποιούσε για να
περνάει τα αλέσματα με ειδικό καρέλι στη Ρωσκά όταν λειτουργούσε ο Μύλος στο Πανταβρέχει.
Ας γυρίσουμε στο Κακογέφυρο και στο μύλο που υπήρχε και στο μυλωνά το επονομαζόμενο
Λύκο. Το Κακογέφυρο ήταν Στενό και χωρίς
προφυλαχτήρες επάνω από ένα χάος κόλασης. Μετρημένοι στα δάχτυλα ενός χεριού
ήταν εκείνοι που αποφάσιζαν να το περάσουν
πρέπει να ήταν καμωμένοι από σίδερο.
Προς το μέρος της
Στουρνάρας έβγαινε ένα κεφαλόβρυσο. Το
νερό ήταν αρκετό μπορούσε να αλέσει μύλος, να έχει νεροτροβιά, μανδάνια κτλ. Τα
πολύ παλιά χρόνια είναι άγνωστο πότε. Γύρω στα 1850-160 είναι μυλωνάς στο μύλο ήταν ο μακαρίτης Βαστάκης. Αυτός ο σιδερένιος
άνθρωπος είχε αντοχή και τα θάρρος να ζει
μια ώρα μακριά από το χωριό, κολλημένος
στο βράχο σα στρείδι, σε μια τοποθεσία
που δε μπορούσε να πατήσει άνθρωπος, που δεν τον έβλεπε ήλιος, που δεν ήθελε
ούτε να ακούσει κανέναν .Σε αυτόν
το βράχο είχε καρφωθεί ο μύλος ,σε αυτές
τις πέτρες είχε κουβαληθεί με τα σακούλι λίγο χώμα να γίνουν 2-3 πεζούλια για να φυτευτή το κλίμα ή κερασιά η
συκιά και να καλλιεργηθεί λίγο καλαμπόκι, πατάτες
φασόλια ακόμα με κόπο να λοξευθεί
στην πέτρα επάνω λίγος τόπος για να πατήσουν τα μελίσσια του μυλωνά. Όμως τα
παιδιά του τα σπούδασε και ο γιός του
Δημήτρης έγινε παπάς και δάσκαλος στο
Μεγάλο Χωριό. Ήταν ήρωας και μάρτυρας ο νεώτερος Θανάσης Διάκος που τον έριξαν ζωντανό οι Ιταλοί
στη φωτιά το Δεκέμβρη του 1942 και δε βρέθηκε τίποτε εκτός από το σύρμα που είχε το καλιμάφι του. Δεν
ήθελε να πάει στο μεγάλο χωριό και μόνο όταν νοίκιασε το μύλο στο Μακρή έφυγε.
Πολύ καλή και διαφωτιστική περιγραφή κ. Καθηγητά. Μπράβο σας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕξαιρετικό.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυγχαρητήρια