Μετά το κίνημα στο Γουδή (15 Αυγούστου 1909) και την ανάληψη
της διακυβέρνησης της χώρας από τον Ελευθέριο Βενιζέλο (6 Οκτωβρίου 1910),
συμπαρατάχθηκε με τα παλαιά κόμματα και δεν έλαβε μέρος στις εκλογές που
διενεργήθηκαν μετά τη διάλυση της Α’ Αναθεωρητικής Βουλής (28 Νοεμβρίου 1910).
Ήταν, μάλιστα, ο συντάκτης της προκήρυξης, που απευθύνθηκε στο λαό και τον
καλούσε σε αποχή.
Μετά τις εκλογές της 31 Μαΐου 1915, ανέλαβε το Υπουργείο
Εσωτερικών στην κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου και όταν εξερράγη το «Κίνημα
της Εθνικής Άμυνας» (1916), ακολούθησε τον Βενιζέλο στη Θεσσαλονίκη. Στην
αποκληθείσα «Βουλή των Λαζάρων» που συγκλήθηκε μετά την επάνοδο στην εξουσία
του Ελευθερίου Βενιζέλου (Ιούνιος 1917), υποστήριξε στη Βουλή την ανάγκη
εγκαθίδρυσης δημοκρατικού πολιτεύματος. Καθ’ όλη την περίοδο του «Εθνικού
Διχασμού», ανήκε στην κατηγορία των αδιαλλάκτων αντιπάλων του Βασιλιά
Κωνσταντίνου.
Στις 9 Ιανουαρίου 1919, ανέλαβε το Υπουργείο Γεωργίας στην
κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου και εισηγήθηκε τον νόμο 2052 της 29ης
Φεβρουαρίου 1920, βάσει του οποίου αποκαταστάθηκαν οι ακτήμονες καλλιεργητές.
Στις 28 Απριλίου του ίδιου χρόνου, διαφώνησε με τον Βενιζέλο και παραιτήθηκε.
Αντέδρασε στη διεξαγωγή των εκλογών της 1ης Νοεμβρίου 1920, μεσούσης της
Μικρασιατικής Εκστρατείας, και προεξόφλησε την απώλειά τους για τον Βενιζέλο,
όπως και συνέβη.
Μετά την επανάσταση του 1922, έγινε μέλος της διοικούσας
επιτροπής του Κόμματος των Φιλελευθέρων και στην ουσία αρχηγός του. Αντιτάχθηκε
στις παρεμβάσεις των στρατιωτικών στην πολιτική, καθώς και στη βίαιη μεταβολή
του πολιτεύματος, προτείνοντας τη διενέργεια ελεύθερου δημοψηφίσματος. Στην
κυβέρνηση Βενιζέλου, που σχηματίστηκε μετά τον τερματισμό της επαναστατικής
περιόδου και τις εκλογές της 16ης Δεκεμβρίου 1923, ανέλαβε το Υπουργείο
Δικαιοσύνης και πέτυχε την ψήφιση νόμων περί χορηγήσεως αμνηστίας και χάριτος,
καθώς και επανέκδοσης και αποζημίωσης των εφημερίδων, την έκδοση των οποίων
είχε απαγορεύσει η επανάσταση.
Όταν μετά από λίγο παραιτήθηκε η κυβέρνηση Βενιζέλου, ο
Γεώργιος Καφαντάρης κλήθηκε να σχηματίσει κυβέρνηση στις 6 Φεβρουαρίου 1924.
Έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή στις 26 Φεβρουαρίου, αλλά στις 12 Μαρτίου
1924 παραιτήθηκε. Η παραίτησή του οφείλεται στην έλλειψη κατανόησης και
συμφωνίας για το πολιτειακό και στη γενικότερη αδυναμία να ελεγχθεί το στράτευμα.
Αφορμή για την παραίτηση της κυβέρνησής του υπήρξαν οι πρωτοβουλίες των
συνταγματαρχών Βουτσινά και Λάγγουρα - με τη συνεργασία του στρατηγού Τσερούλη
και την καθοδήγηση του Πάγκαλου - να πιέσουν την κυβέρνηση να ανακηρύξει αμέσως
το πολίτευμα της αβασίλευτης δημοκρατίας.
Τον διαδέχθηκε στην πρωθυπουργία ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου.
Λίγες μέρες αργότερα, ο Γεώργιος Καφαντάρης ίδρυσε δικό του κόμμα, το Κόμμα των
Προοδευτικών Φιλελευθέρων, και υποστήριξε τις μετέπειτα κυβερνήσεις του
Θεμιστοκλή Σοφούλη και του Ανδρέα Μιχαλακόπουλου, για να επιτευχθεί έτσι η
επάνοδος του στρατού στον κύριο προορισμό του και να παύσει να αναμιγνύεται
στην πολιτική.
Υπήρξε πολέμιος της δικτατορίας του στρατηγού Παγκάλου και
γι’ αυτό το λόγο εξορίστηκε. Μετά την ανατροπή του Πάγκαλου και τη διενέργεια
εκλογών από τον Γεώργιο Κονδύλη (7 Νοεμβρίου 1926), μετείχε στην οικουμενική
κυβέρνηση, που σχηματίστηκε υπό τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, ως Υπουργός Οικονομικών
και παρέμεινε στις μετέπειτα κυβερνήσεις ευρέως και στενού συνασπισμού μέχρι την
ανάληψη της κυβέρνησης από τον Ελευθέριο Βενιζέλο (4 Ιουλίου 1928).
Επί της υπουργίας του υπήρξε ο πρωταγωνιστής της προσπάθειας
για τη σταθεροποίηση της δραχμής και την εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος,
με την ίδρυση της Τράπεζας της Ελλάδος. Πέτυχε, ακόμη, την ισοσκέλιση του
προϋπολογισμού και τον διακανονισμό των χρεών της Ελλάδας. Στις εκλογές της
19ης Αυγούστου 1928 κατήλθε ως αρχηγός του Κόμματος των Προοδευτικών
Φιλελεύθερων και πέτυχε να καταλάβει τρεις έδρες. Κατά την τετραετία 1928-1932
άσκησε οξεία πολεμική κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου από τα έδρανα της
αντιπολίτευσης.
Στις εκλογές της 25ης Σεπτεμβρίου 1932 κατήλθε και πάλι ως
αρχηγός του ίδιου κόμματος και πέτυχε να καταλάβει 15 έδρες. Στην κυβέρνηση που
σχηματίστηκε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο (16 Ιανουάριου 1933) με τη σύμπραξη
όλων των Βενιζελογενών κομμάτων, ο Καφαντάρης ανέλαβε το Υπουργείο Οικονομικών,
το οποίο διατήρησε έως τις 5 Μαρτίου 1933, οπότε παραιτήθηκε η κυβέρνηση
Βενιζέλου, μετά την εκλογική νίκη του Λαϊκού Κόμματος και των συνεργαζόμενων με
αυτό κομμάτων.
Μετά το κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935 συνελήφθη ως
υποστηρικτής του. Οδηγήθηκε σε δίκη ενώπιον έκτακτου στρατοδικείου, αλλά
αθωώθηκε. Μετά την πολιτειακή μεταβολή της 10ης Οκτωβρίου 1935 και την επάνοδο
της βασιλείας, αγωνίστηκε υπέρ της δημοκρατίας, αλλά μετά το δημοψήφισμα της
25ης Νοεμβρίου 1935 αναγνώρισε το νέο πολίτευμα και πολιτεύθηκε εντός των
πλαισίων του. Συμμετείχε στις εκλογές της 26ης Ιανουαρίου 1936, συμπράττοντας
με τους Αλέξανδρο Παπαναστασίου και Γεώργιο Παπανδρέου στο ψηφοδέλτιο του
«Δημοκρατικού Συνασπισμού» που απέσπασε 7 έδρες.
Ο ίδιος εκλέχθηκε βουλευτής Ευρυτανίας για τελευταία φορά.
Κατά την περίοδο της δικτατορίας Μεταξά εξορίστηκε στη Ζάκυνθο, λόγω της
ανένδοτης εμμονής του στην αποκατάσταση της Δημοκρατίας. Κατά την περίοδο της
Κατοχής (1941-1944) παρέμεινε στην Αθήνα, δεν αναμίχθηκε στην αντίσταση, αλλά
εργάστηκε για τη μελλοντική εγκαθίδρυση του αβασίλευτου δημοκρατικού πολιτεύματος.
Μετά την απελευθέρωση, καταπολέμησε όλες τις σχηματισθείσες βραχύβιες
κυβερνήσεις.
Στην κυβέρνηση του Θεμιστοκλή Σοφούλη ανέλαβε την
αντιπροεδρία (22 Νοεμβρίου 1945), παραιτήθηκε όμως στις 11 Φεβρουαρίου 1946,
λόγω διαφωνίας του ως προς τον τρόπο διενέργειας των εκλογών της 31 Μαρτίου,
τις οποίες χαρακτήρισε εκ προοιμίου ανελεύθερες και νόθες, και δεν έλαβε μέρος
σε αυτές. Αντιτάχθηκε, επίσης, στην εσπευσμένη διενέργεια του δημοψηφίσματος
της 1ης Σεπτεμβρίου 1946 για το πολιτειακό και πρότεινε την αναβολή του για να
διεξαχθεί σε ηρεμότερη ατμόσφαιρα.
Οι δηλώσεις αυτές υπήρξαν η τελευταία πολιτική πράξη του
Ευρυτάνα πολιτικού. Αργά το βράδυ της 28ης Αυγούστου 1946 πέθανε ξαφνικά από
βρογχίτιδα στο σπίτι του στη Φιλοθέη, σε ηλικία 73 ετών. Ήταν παντρεμένος με τη
Μαρί Παπαλεξοπούλου, κόρη του ναυάρχου Δημητρίου Παπαλεξόπουλου. Εγγονή του
Γεωργίου Καφαντάρη είναι η γνωστή ηθοποιός Λίλα Καφαντάρη, που διατέλεσε
βουλευτίνα του ΚΚΕ και συγγενής του η βουλευτίνα του ΣΥΡΙΖΑ Χαρά Καφαντάρη και
ο Βουλευτής Καρδίτσας Ευριπίδης Καφαντάρης.
Ο Καφαντάρης ήταν πολιτικός με προσωπικές αρχές και
πεποιθήσεις. Υπήρξε αυστηρός, άτεγκτος και άκαμπτος. Διακρίθηκε για το θυμόσοφο
πνεύμα του και την ρητορική του δεινότητα. Ανδριάντας του Γ. ΚΑΦΑΝΤΑΡΗ στο
Καρπενήσι Παράλληλα με την πολιτική και τα οικονομικά ασχολήθηκε και με την
δημοσιογραφία. Υπήρξε αρθρογράφος σε εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας και διεύθυνε
για μεγάλο χρονικό διάστημα, μηνιαία πολιτική επιθεώρηση.
Η γενέτειρά του Ανατολική Φραγκίστα εκτιμώντας την μεγάλη
προσωπικότητα του Γεωργίου Καφαντάρη και την εν γένει προσφορά του, καθιέρωσε
προς τιμήν του μια σειρά πολιτιστικών εκδηλώσεων με εισήγηση του τότε Προέδρου
της Κοινότητας Κώστα Πατσιούρα, οι οποίες τελούνται κάθε 2 χρόνια και
περιλαμβάνουν δραστηριότητες πνευματικού, πολιτιστικού, αλλά και αθλητικού
περιεχομένου. Η διάρκεια αυτών των εκδηλώσεων είναι μια εβδομάδα πάντα κατά το
πρώτο δεκαήμερο του Αυγούστου, και ονομάζονται «ΚΑΦΑΝΤΑΡΕΙΑ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου