Ζώντας ο ίδιος το ματοκύλισμα και την βαρβαρότητα του αδελφοκτόνου πολέμου, ύψωσε με τα τραγούδια του, φωνή μοναδική διαμαρτυρίας. Τραγικές εποχές όταν αδερφός σκότωνε αδερφό, πατέρας τον γιό και το μίσος και η αλληλοσφαγή χώριζαν την πατρίδα.
H αληθινή
ιστορία του γελαστού παιδιού
Ανάλογα με τις εποχές είχε και διαφορετική
χρήση και νόημα. Κι όμως οι μοναδικοί στίχοι αυτού του παγκόσμιου τραγουδιού
αναφέρονται στον αδερφοκτόνο (εμφύλιο) πόλεμο στην Ιρλανδία αντίστοιχο με την
Ελλάδα. Οι στίχοι του ποιητή Bredan
Beham δεν μιλάν για φασίστες ή για
Εγγλέζους αλλά για ένα δικό τους παιδί-θύμα του πλέον βάρβαρου πολέμου
του εμφυλίου. Μιλάει για την αληθινή
Ιστορία του Michael Collins ενός
ήρωα του ΙΡΑ, του αγώνα του για
την ανεξαρτησία στην Ιρλανδία, αλλά και του εμφυλίου σπαραγμού που ακολούθησε.
Ο
Κόλλινς πολέμησε τους Εγγλέζους. Συνελήφθηκε καταδικάστηκε σε
θάνατο. Έμεινε ένα χρόνο φυλακή, απελευθερώθηκε, εκλέχτηκε βουλευτής το 1918,
θέση που αρνήθηκε. Εκλέχτηκε μέλος του ΣΙΝ ΦΕΙΝ, το οποίο εξελίχτηκε σε ΙΡΑ.
Στον διχασμό της οργάνωσης που ακολούθησε, τάχθηκε κατά της Συνθήκης Ειρήνης με
Εγγλέζους και μαζί με το Βαλέρα, υπέρ της συνέχισης του αγώνα. Δυστυχώς έπεσε
νεκρός, θύμα της εμφύλιας σύγκρουσης, θύμα των δικών του. Σκοτώθηκε 22
Αυγούστου 1922. Συνέπεσε με την αποφράδα ημέρα για τον Ελληνισμό της Μικράς
Ασίας. Ένα από τα χιλιάδες θύματα των εμφυλίων, των χειρότερων πολέμων, τόσο
στην Ιρλανδία, όσο και στην Ελλάδα. Oι υπέροχοι στίχοι του ποιητή Bredan Beham,
σε μετάφραση του Βασίλη Ρώτα μελοποιηθήκανε το 1961 και
πρωτοτραγουδηθήκαν από τον ίδιο συνθέτη. Ακολούθησε η εκτέλεση με τη Ντόρα
Γιαννακοπούλου και το 1966 με τη Μαρία Φαραντούρη. Εντάχθηκε στον
υπέροχο δίσκο «ένας όμηρος». Μαζί με τον κύκλο τραγουδιών του «Νεκρού αδερφού»,
σε δικούς του στίχους και μουσική, είναι κραυγή και ανάθεμα κατά του εμφυλίου
πολέμου. Συναγωνίζονται επάξια ως κραυγή αγωνίας το αριστούργημα του Νίκου
Καζαντζάκη «οι Αδερφοφάδες». Μια αιώνια καταδίκη στους αδελφοκτόνους
πολέμους, που η πένα του Καζαντζάκη και η μουσική του Θεοδωράκη διατράνωσαν.
Αφορμή για το συγκεκριμένο άρθρο στάθηκε ένας
διάλογος με τον αείμνηστο πατέρα μου. Ένας υπέροχος άνθρωπος που έζησε
τη φτώχεια, την μετανάστευση και την ορφάνια, που του έλαχε ο κλήρος να
υπηρετήσει ως νοσοκόμος στη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου. Στα τελευταία του
χρόνια λόγω προβλήματος υγείας, αποσύρθηκε σε έναν δικό του μικροχώρο
καταθέτοντας τη ψυχή του σκαλίζοντας σε ξύλο μορφές αγωνιστών του ’21. Σε ένα
σχετικό διάλογο μαζί του, εγώ ως εξεγερμένο νιάτο, φοιτητής, με κοίταξε με
εκείνα τα υπέροχα πάντα δακρυσμένα μάτια του και μου είπε: «αυτά που ζήσαμε
εμείς να μην τα ζήσετε ποτέ. Χρειάστηκε μια μέρα στο Γράμμο να μαζέψω
δεκάδες από σκοτωμένους φαντάρους και
αντάρτες στο τσουβάλι. Ποτέ δε ρώτησα ποτέ δεν έμαθα ποιας μάνας ήταν γιοι.
Ποτέ δεν κατάλαβα ποιό ήταν το δεξί και ποιο το ζερβό κεφάλι». Απάντηση λιτή!!!
Ευθέως να παραπέμπει στον Λουκόπουλο «ακούστε κανένα αγράμματο εσείς οι
γραμματιζούμενοι για να ξεστραβωθείτε», ή στον μεγάλο μας συνθέτη «όταν
απομακρύνεστε από τον απλό κόσμο και τη βάση θα συναντήσετε το χάος».
Το γελαστό παιδί [TheLaughingboy Ήταν πρωί του Αυγούστου
κοντά στη ροδαυγή
βγήκα να πάρω αέρα
στην ανθισμένη γη.
Βλέπω μια κόρη κλαίει
σπαραχτικά
θρηνεί
σπάσε καρδιά μου εχάθη
το
γελαστό παιδί
Είχεν
αντρεία και θάρρος
και
αιώνια θα θρηνώ
το πηδηχτό του βήμα
το γέλιο το γλυκό
Ανάθεμα την ώρα
κατάρα τη στιγμή
σκοτώσαν οι εχθροί μας
το
γελαστό παιδί.
Το όνειρο (Δυο γιούς είχες μανούλα μου)
(στίχοι Μ. Θεοδωράκη)
Δυο
γιους είχες μανούλα μου, δυο δέντρα, δυο ποτάμια,
δυο κάστρα Βενετσιάνικα,
δυο
δυόσμους, δυο λαχτάρες.
Ένας
για την ανατολή
κι
ο άλλος για τη δύση
κι εσύ στη μέση μοναχή, μιλάς, ρωτάς, μιλάς, ρωτάς τον ήλιο.
Ήλιε
που βλέπεις τα βουνά, που βλέπεις τα ποτάμια
όπου θωρείς τα πάθη μας και τις φτωχές μανούλες.
Αν
δεις τον Παύλο φώναξε και τον Ανδρέα πες μου.
Μ’ έναν καημό τ’ ανάστησα
μ’
έναν λυγμό τα γέννου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου